Στην οθόνη καταθέτει στιβαρές, αριστοτεχνικές, σκοτεινές ερμηνείες. Στην πραγματικότητα σου σφίγγει το χέρι με αφοπλιστική γενναιοδωρία και χαμογελάει ζεστά, με την απλότητα του ανθρώπου που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτε. Τον συναντήσαμε με αφορμή την πρεμιέρα του «Biutiful» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου. Και αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι όπως ανορθόγραφα επιλέγει ο σκηνοθέτης να αποτυπώσει την ομορφιά, έτσι μοιάζει να την κουβαλάει και ο Χαβιέρ Μπαρδέμ. Αβίαστα, τρωτά, φυσικά, όπως κάθε τι τέλειο στη φύση.

Oμοφυλόφιλος, αντιεξουσιαστής ποιητής που φυλακίζεται για τις αντιλήψεις του. Τετραπληγικός τραγικός ήρωας, που μάχεται για το δικαίωμα στον θάνατο. Αδίστακτος εκτελεστής, που παίζει τη ζωή σου κορόνα γράμματα. Ζωγράφος εραστής, που σε προσκαλεί για menage a trois.

Ό,τι και αν έχει ερμηνεύσει στα 23 χρόνια καριέρας του, ο Χαβιέρ Μπαρδέμ σε πείθει. Με μια περίτεχνη οικονομία εκφραστικών μέσων, σου επιτρέπει να νιώσεις και ποτέ να «δεις» την πάλη μέσα του. Εμπιστεύεται τη στιγμή, τη σιωπή, τη στάση του σώματός του, το βλέμμα του. Γι’ αυτό και όταν ξεσπάει, θυμίζοντας κατά πολύ τον προσωπικό «Θεό» του Αλ Πατσίνο, η έκρηξη είναι αρκετή για να κάνει κομμάτια την καρδιά και του τελευταίου θεατή στον εξώστη.

Γεννημένος σε οικογένεια ηθοποιών και σκηνοθετών (από την προγιαγιά του μέχρι τη μητέρα του, Πιλάρ, όλοι ήταν στο θεατρικό και κινηματογραφικό χώρο), έκανε το ερμηνευτικό του ντεμπούτο στα έξι του χρόνια. Μεγαλώνοντας, μικροί τηλεοπτικοί ρόλοι συνόδευαν τις ενασχολήσεις του με τη ζωγραφική και τον μεγάλο του έρωτα: τα σπορ. Μέχρι που αποφάσισε να παρατήσει τον πρωταθλητισμό στο ράγκμπι και να αφοσιωθεί σοβαρά στο «οικογενειακό» επάγγελμα. Ως σέξι ζεν πρεμιέ τα είχε καταφέρει αρκετά νωρίς στην Ισπανία. Το 1992 τράβηξε τα αδιάκριτα βλέμματα του διεθνούς κοινού με το «Χαμόν Χαμόν», δίπλα στη μελλοντική γυναίκα του και τότε 17χρονο κοριτσάκι Πενέλοπε Κρουζ. Ο Μπαρδέμ όμως δεν ακολούθησε τα εύκολα, αλλά προτίμησε να καθηλωθεί για πρώτη φορά στην αναπηρική καρέκλα με την καθοδήγηση του Πέδρο Αλμοδόβαρ στην «Καυτή σάρκα» (1997). Τρία χρόνια μετά ήρθε η παγκόσμια καταξίωση με τον ρόλο του γκέι κουβανού ποιητή Ρεϊνάλντο Αρένας («Πριν πέσει η νύχτα»), που τον βάζει στην τελική ευθεία της οσκαρικής κούρσας. Έχασε από τον «Μονομάχο» Ράσελ Κρόου, αλλά η καριέρα του είχε ήδη απογειωθεί.

Η είσοδός του στο Χόλιγουντ γίνεται μέσα από το «Μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς», στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του ηθοποιού «Ο χορευτής του πάνω ορόφου». Η ταινία απέτυχε τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά, αλλά ο Μπαρδέμ απέδειξε ότι το ειδικό του βάρος μπορεί να σηκώσει ακόμη και μέτριες ταινίες. Ακολουθούν και άλλες μετριότητες (για παράδειγμα, «Τα φαντάσματα του Γκόγια»), ενθουσιώδεις καλλιτεχνικές επιτυχίες («Η θάλασσα μέσα μου»), γουντιαλενικοί πειραματισμοί με τη ρομαντική κομεντί («Vicky Cristina Barcelona»), μέχρι που οι ιερόσυλοι αδελφοί Κοέν τον κουρεύουν ως σχιζοφρενή πέμπτο Beatle, του δίνουν μία φιάλη οξυγόνου και τον προκαλούν να παίξει την καριέρα του κορόνα γράμματα. Το κέρμα έσκασε με κρότο στο πάτωμα της Ακαδημίας, δείχνοντας κορόνα: την προτομή του θείου Όσκαρ. Ο Μπαρδέμ γίνεται ο πρώτος ισπανός ηθοποιός που κερδίζει Όσκαρ, δίνει έναν φλογερό ευχαριστήριο λόγο και η Μαδρίτη σείεται από τους πανηγυρισμούς.

Τα τελευταία δύο χρόνια τον βλέπουμε να παίζει το σύστημα. Από τη μία εμπορικές αρπαχτές που διατηρούν το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ (πώς να δικαιολογήσει κανείς τον ανύπαρκτο ρόλο του δίπλα στην Τζούλια Ρόμπερτς στο «Eat Pray Love»;) και από την άλλη ωμό, απαιτητικό δράμα που δοκιμάζει τις αντοχές του και τα όρια της ερμηνευτικής του στόφας.

Αυτό είναι το «Biutiful», η νέα ταινία του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου («Βαβέλ»). Μια ταινία γεμάτη αντιήρωες που παλεύουν για την επιβίωσή τους σε έναν κόσμο που μας κάνει να αναρωτιόμαστε σε τι ακριβώς είναι όμορφος: φτώχεια, μετανάστευση, εξαθλίωση, εκμετάλλευση, αρρώστια. Ο ήρωας του Μπαρδέμ είναι ένας νταβατζής παράνομων κινέζων μικροπωλητών στις φτωχογειτονιές της Βαρκελώνης. Ένας τυχοδιώκτης παγιδευμένος στην τάξη και στη μοίρα του: Ούτε ο ίδιος έκανε λεφτά ούτε θα κάνει ποτέ. Αντιθέτως, ξαφνικά πληροφορείται ότι πάσχει από καρκίνο και ότι ο χρόνος του είναι μετρημένος. Από αυτό το σημείο μπαίνουμε στη ζωή του: Στην προσπάθεια να αποκαταστήσει τα παιδιά του, στη σχέση του με την εν διαστάσει σύζυγό του, στη συνείδησή του.

Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης επιλέγει να γράψει τη λέξη «ομορφιά» του τίτλου ανορθόγραφα. Γιατί δεν έχει σημασία πώς το λες, αλλά πώς το νιώθεις. Ο πρωταγωνιστής του αυτό το κάνει πράξη. Καταπονημένος, με σακούλες κάτω από τα μάτια, κουβαλώντας έναν τρωτό χαρακτήρα και ένα σάπιο κορμί, γεμίζει την οθόνη και δεν χορταίνεις να τον κοιτάς. Γιατί η ομορφιά κρύβεται στην ειλικρίνεια με την οποία κάτι σου αποκαλύπτεται, και σε αυτό ο Μπαρδέμ παίζει χωρίς ανταγωνισμό. Αυτό αναγνώρισε και η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ των Καννών και του έδωσε τον Μάιο παμψηφεί το βραβείο ανδρικής ερμηνείας.

«Δεν έχω κρίνει ποτέ κανέναν χαρακτήρα που έχω επιλέξει να παίξω» μας εξηγεί όταν τον συναντάμε στην Κρουαζέτ για αυτή τη συνέντευξη. «Για μένα ο ήρωάς μου είναι ένα κομμάτι μου και πρέπει να το υπερασπιστώ. Για μένα η ταινία δεν είναι μια ταινία για τον θάνατο ή την αρρώστια, αλλά μια ταινία για τη ζωή, το όνειρο, την εξιλέωση…».

Κύριε Μπαρδέμ, πρώτα απ’ όλα συγχαρητήρια για μία ακόμη συγκλονιστική ερμηνεία. Έχετε παίξει πολλούς απαιτητικούς ρόλους, αλλά αυτός μοιάζει να ήταν πραγματική δοκιμασία για εσάς…
«Πράγματι, αυτός είναι ο πιο απαιτητικός ρόλος της καριέρας μου. Το δυσκολότερο δεν ήταν να τον ερμηνεύσω, που, πιστέψτε με, είχε και αυτό τις δυσκολίες του, αλλά να περιφέρομαι τόσο καιρό κουβαλώντας τον. Να τον συντηρώ –εσωτερικά και εξωτερικά. Νιώθεις πολύ δύσκολα προσπαθώντας να παραμείνεις προσηλωμένος, πιστός σε αυτόν τον ρόλο. Βοήθησε πάντως το γεγονός ότι γυρίσαμε την ταινία με χρονολογική σειρά. Θα μου ήταν αδύνατον να πηγαίνω μπρος - πίσω συναισθηματικά με αυτόν τον χαρακτήρα».

Ο Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, ο σκηνοθέτης του «Biutiful», δήλωσε ότι σκεφτόταν εσάς και μόνο εσάς όταν έγραφε και έστηνε στο μυαλό του την ταινία. Πόσο κολακευμένος νιώσατε;
«Α, δεν τον πίστεψα! Αυτό σου λένε όλοι, γιατί κατά βάθος δεν έχουν να σε πληρώσουν (γελάει). Ένιωσα απίστευτα κολακευμένος γιατί είμαι μεγάλος θαυμαστής του Ινιαρίτου. Δεν μου αρέσουν απλώς οι ταινίες του. Τον θαυμάζω για τον τρόπο με τον οποίο πλησιάζει, ξεκλειδώνει τους ηθοποιούς του. Οι πρωταγωνιστές του φτάνουν πάντα σε αυτό το όριο που ή κάνεις πίσω και κρύβεσαι πίσω από την “ερμηνεία” ή τολμάς να βουτήξεις στο άγνωστο και να αποκαλυφθείς –εύθραυστος, ευάλωτος– στο κοινό. Και όλοι κάνουν μπροστά. Ήθελα να το ζήσω αυτό. Και τον ευχαριστώ».

Φαίνεται στο αποτέλεσμα της ταινίας ότι δουλέψατε πολύ τις λεπτομέρειες του χαρακτήρα. Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο;
«Νομίζω ότι μπορώ να μιλήσω και για τον Αλεχάντρο, λέγοντας ότι αυτή η ταινία ήταν ένα δύσκολο, απαιτητικό, τρομακτικό σε στιγμές ταξίδι. Έπρεπε να έχουμε πλήρη εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Ο Αλεχάντρο έρχεται στο γύρισμα με πολύ συγκεκριμένες σημειώσεις. Σε βάζει στο σύμπαν της ταινίας, σου εξηγεί πώς σκέφτηκε τις λεπτομέρειές της, αλλά ταυτόχρονα περιμένει και από σένα τη δική σου εκδοχή. Έκανα λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου πολλή έρευνα. Γνώρισα ανθρώπους που πάσχουν από καρκίνο. Υπέροχους ανθρώπους που μάχονται με κουράγιο και χαμόγελο. Το δύσκολο, στο τέλος της ημέρας, ήταν να καταλαβαίνω ότι εγώ βάζω το παλτό μου και φεύγω από τη ζωή τους με ένα τετράδιο γεμάτο σημειώσεις, ενώ εκείνοι παραμένουν στην πραγματικότητά τους. Ένιωθα απαίσια. Συνεχίζω να τους παίρνω τηλέφωνο και να μαθαίνω νέα τους. Ευτυχώς, είναι όλοι τους καλά».

Από το «Πριν πέσει η νύχτα» μέχρι τη «Θάλασσα μέσα μου» και από τον «Χορευτή του πάνω ορόφου» μέχρι το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» έχετε δώσει μια σειρά από πολύ διαφορετικές, στιβαρές ερμηνείες. Πόσο δύσκολο είναι για εσάς να ανακαλύψετε όλους αυτούς τους ήρωες μέσα σας και πόσο δύσκολο είναι να τους αποτινάξετε από πάνω σας μετά το τέλος των γυρισμάτων;
«Δεν ξέρω πώς το κάνω. Μου λένε “έχασες 15 κιλά για την ταινία, είσαι ηθοποιός ‘μεθόδου’ δηλαδή; και τους κοιτάζω με απορία. Το να χάσεις κιλά για μια ταινία δεν είναι ταλέντο, είναι δίαιτα. Όχι, δεν έχω κάποια μέθοδο. Για εμένα η προσέγγιση είναι καθαρά συναισθηματική διαδικασία. Δεν ξέρω αν βρίσκω τους χαρακτήρες ή χάνω εγώ τον εαυτό μου μέσα τους. Διαβάζω το σενάριο και αν καταλάβω, κα-τα-λά-βω, τον ήρωα, τότε δέχομαι τον ρόλο. Μετά απλώς προσπαθώ να είμαι ειλικρινής. Να ανοίξω την ψυχή μου. Παλεύω να βρω, να νιώσω τα πολλά επίπεδα κάθε χαρακτήρα. Ακόμη και στο “Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους”, που ο ρόλος έμοιαζε καρτουνίστικα μονοεπίπεδος, στην ουσία δεν ήταν. Δεν είχες τρόπο να το δείξεις, αλλά έπρεπε να νιώσεις την πολυπλοκότητά του. Και να εμπιστευτείς ότι αυτό θα βγει».

Και η διαδικασία μετά το τέλος των γυρισμάτων;
«Αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο! Υπάρχουν χαρακτήρες που δεν μπορώ να αποτινάξω για πολύ καιρό. Όπως με αυτόν εδώ στο “Biutiful”. Μου πήρε βδομάδες να πετάξω από πάνω μου τη θλίψη που κουβαλούσα. Μου πήρε μήνες να τον αποχωριστώ. Οι χαρακτήρες που παίζει ένας ηθοποιός είναι σαν τις αγάπες της ζωής του. Δύσκολα λες αντίο».

Έχετε ξαναπαίξει πάντως έναν ήρωα που αντιμετωπίζει τον θάνατο, στη «Θάλασσα μέσα μου». Έπειτα από τόσο δυνατές εμπειρίες βλέπετε τη ζωή με άλλα μάτια;
«Όλοι μας έχουμε αναλογιστεί τον θάνατο. Τον ζούμε έμμεσα με όσα βλέπουμε, διαβάζουμε, με ανθρώπους που χάνουμε από κοντά μας. Η διαφορά του ηθοποιού είναι ότι “η ερμηνεία”, με έναν περίεργο τρόπο, γίνεται “βίωμα”. Ως απλός άνθρωπος έχω αναλογιστεί τον θάνατο, ως ηθοποιός όμως τον έχω βιώσει. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Σίγουρα αφυπνίζει κάτι μέσα μου που δεν μπορώ μετά να ξανακοιμήσω. Αλλά αυτό είναι το υπέροχο με το επάγγελμά μου: Το ότι σε βάζει μπροστά από διαφορετικά ανοιχτά παράθυρα και βλέπεις τη ζωή, τον κόσμο, αλλά και τον ίδιο σου τον εαυτό από διαφορετική σκοπιά κάθε φορά. Αυτός είναι τελικά ο πλούτος».

Είστε ο πρώτος Ισπανός στην ιστορία που κερδίζει Όσκαρ. Ανεβήκατε στη σκηνή και δώσατε έναν παθιασμένο ευχαριστήριο λόγο που τιμούσε τη θεατρική ιστορία της οικογένειάς σας. Θα πρέπει να νιώσατε πολύ συγκινημένος και περήφανος γνωρίζοντας ότι ήταν η μητέρα σας από κάτω. Τι θυμάστε από τη στιγμή αυτή;
«Χα! Τίποτε! Απολύτως τίποτε! Η αδελφή μου με είχε προειδοποιήσει: “Ό,τι και αν κάνεις, μη χάσεις τη στιγμή!” Και εγώ την έχασα! Ήμουν τόσο αγχωμένος που ούτε ξέρω πώς ανέβηκα, τι είπα και πώς κατέβηκα κάτω. Ξέρετε, είναι παρόμοιο συναίσθημα με το να είσαι οικοδεσπότης σε ένα πάρτι. Είσαι στο πάρτι, περιφέρεσαι στο πάρτι, αλλά είσαι τόσο στρεσαρισμένος με το αν περνούν όλοι καλά, που το πάρτι τελειώνει και συνειδητοποιείς ότι στην ουσία δεν το έζησες. Κοιτούσα το αγαλματάκι και δεν ήξερα πώς βρέθηκε στα χέρια μου. Όσο για τη μητέρα μου, τι να πω; Είναι 71 ετών και παίζει ακόμη. Αυτό για μένα είναι το μεγαλύτερο μάθημα: η διάρκεια. Γιατί, ναι, συγκινήθηκα που της πήγα το Όσκαρ, αλλά ταυτόχρονα έχω βαθιά ριζωμένη μέσα μου τη συμβουλή που μου είχε δώσει όταν ξεκινούσα: “Θα γνωρίσεις χρυσές στιγμές, θα γνωρίσεις αποτυχίες. Να θυμάσαι ότι δεν είσαι τίποτε από τα δύο. Είσαι κάπου στη μέση”».

Είναι η ζωή «Biutiful» (ωραία);
«Η ζωή οφείλει να είναι ωραία. Γιατί είναι η μοναδική που έχουμε».

Η ταινία «Biutiful» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου με πρωταγωνιστή τον Χαβιέρ Μπαρδέμ θα προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους από τις 13 Ιανουαρίου.

Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 534, σελ. 38-41, 09/01/2011.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/