Peramos Soler N. & J. J. Batista Rodríguez (2008). “Οι γλωσσικές μεταβολές στις φρασεολογικές μονάδες της ισπανικής γλωσσάς”. Leontaridi et al. (ed.), Proceedings of the 1st International Conference on “Language in a changing wolrd” Vol. I, (ISBN: 978-960-8028-49-4), Αθήνα: 472-477.

Natividad Peramos Soler[1] & José Juan Batista Rodríguez[2]

Η ανθρώπινη επικοινωνία συναρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την εγκυκλοπαιδική γνώση των ομιλητών. Όλοι έχουμε κοινά ανθρώπινα καθολικά (universalia), τα οποία, ωστόσο, διαφέρουν λεπτομερώς ανά πολιτισμικό χώρο. Έτσι, οι διάφορες κοινωνίες έχουν δικές τους κοσμοαντιλήψεις, δικές τους συμπεριφορές και στάσεις απέναντι σε διάφορα θέματα και περιπτώσεις, που τις διακρίνουν μεταξύ τους. Ένας από τους κλάδους της Γλωσσολογίας που εκφράζει καλύτερα όλες αυτές τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες, αυτές τις ειδικές κοσμοαντιλήψεις των διαφόρων ομιλητών είναι η φρασεολογία.

Η μελέτη της φρασεολογίας αρχίζει με τον Charles Bally (1951 [1909]), μαθητή του Saussure και αναπτύσσεται μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως στην Αγγλία, στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Γερμανία (Corpas, 1996: 11), ενώ τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στο ζενίθ. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η φρασεολογία για τη μετάφραση και την απόκτηση μιας δεύτερης γλώσσας, πάντα ήταν εμφανής και για το λόγο αυτό έχει συνδυασθεί, σε μια πρώτη φάση, με τη λεγόμενη εφαρμοσμένη γλωσσολογία. Ωστόσο, στη Γερμανία εντάσσεται ως χωριστό γνωστικό αντικείμενο στα Πανεπιστημιακά Προγράμματα Σπουδών (curricula). Στην Ισπανία, από την δεκαετία του ΄90, η φρασεολογία έχει αναπτυχθεί με γρήγορους ρυθμούς, με τρόπο ώστε σήμερα να διαθέτει πολλούς ερευνητές του χώρου[3]. Ευχόμαστε ο τομέας αυτός να αναπτυχθεί και στην Ελλάδα στο προσεχές μέλλον[4].

Οι φρασεολογικές μονάδες, (περαιτέρω ΦΜ) ή φρασεολογισμοί, όπως τις ονομάζουν άλλοι, ανήκουν σε αυτό που ο Coseriu (1986 [1977]: 113) ονόμασε επαναλαμβανόμενος λόγος (discurso repetido). Αυτή η έννοια παρουσιάζει τα εξής τρία κύρια χαρακτηριστικά[5]:

i) την πολυλέξια (poliléxico) που διαφοροποιεί τις ΦΜ από τις απλές ή σύνθετες λέξεις μιας γλώσσας.

ii) την παγίωση (fijación) που μας επιτρέπει να τις αποθηκεύουμε στο λεξιλόγιο ως απλές μονάδες.

iii) την ιδιωματικότητα (idiomaticidad), ένα χαρακτηριστικό το οποίο μπορεί και να λείπει, όπως συμβαίνει στις λεγόμενες συνάψεις (colocaciones).

Βέβαια, οι ΦΜ ταξινομούνται βάσει δύο παραμέτρων: α) εάν πρόκειται για φράσεις ή για προτάσεις β) εάν είναι ή όχι ιδιωματισμοί. Έτσι, στην Ισπανία (Corpas, 1996: 270) γίνεται διάκριση ανάμεσα σε μη ιδιωματικές ΦΜ, δηλαδή συνάψεις, και σε ιδιωματικές, δηλαδή στερεότυπες φράσεις (locuciones). Έτσι το Plantear un problema θεωρείται σύναψη ενώ το Τocino de cielo ή το Ηacer de tripas corazón είναι στερεότυπες φράσεις. Oι ΦΜ που αντιστοιχούν σε ολοκληρωμένες φράσεις, ονομάζονται φρασεολογικά εκφωνήματα τα οποία, με τη σειρά τους, ταξινομούνται σε παροιμιακές και φατικές φράσεις. Αυτήν την ταξινόμηση παρουσιάζει η Corpas Pastor (1996) στο προαναφερθέν πόνημά της, το οποίο θεωρείται άρτιος οδηγός και συνάμα μια άριστη εισαγωγή στην προβληματική της φρασεολογίας.

Μετά από πολλές συζητήσεις γύρω από αυτή την ταξινόμηση, ορισμένοι μελετητές (López Roig, 2002) επισημαίνουν την ανάγκη να ληφθεί υπόψη η «θεωρία του κέντρου και της περιφέρειας». Για παράδειγμα, μια σύναψη όπως meter un gol μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με μεταφορική σημασία –σε αυτή την περίπτωση θα ταξινομηθεί ως στερεότυπη φράση. Με την ίδια λογική, το θέμα το οποίο θα πραγματευθούμε στη συνέχεια, αφορά τις μη ιδιωματικές ΦΜ, των οποίων η παγίωση και η σταθερότητα δεν εμποδίζουν την εμφάνιση των φρασεολογικών παραλλαγών.

Είναι εξίσου βέβαιο ότι η παγίωση (fijación) εμφανίζεται συστηματικά, όσο και ότι οι ΦΜ παρουσιάζουν συνήθως παραλλαγές (variantes). Το γεγονός αυτό οφείλεται, κατά την άποψή μας, πρωτίστως στον προφορικό χαρακτήρα τους[6]. Ο προφορικός λόγος, επιδέχεται εύκολα παραλλαγές. Ανάμεσα στις λίγες μελέτες που πραγματεύονται τις φρασεολογικές παραλλαγές (περαιτέρω ΦΠ.), καταλληλότερες για την προσέγγιση του δικού μας θέματος, θεωρούμε εκείνες των Wotjak (1983), Ortega και González Aguiar (2005). Οι συγγραφείς αυτοί επιμένουν ότι, τις περισσότερες φορές, ο τύπος και η έκταση της παραλλαγής που υφίσταται μια ΦΜ είναι προκαθορισμένα, δηλαδή δεν μπορούν να αλλοιωθούν και είναι εκ προοιμίου γνωστά στους ομιλητές. Ο Zuloaga (1980: 106-108), ωστόσο, υπενθυμίζει ότι δεν θεωρούνται ΦΠ τα ακόλουθα είδη ΦΜ: (α) οι συνώνυμες ΦΜ, επειδή τα εκάστοτε συστατικά τους διαφέρουν (llorar a moco tendido/ llorar como una Magdalena ή irse al otro barrio o estirar la pata), και (β) οι ΦΜ όπου μικρές λεξιλογικές αλλαγές επιφέρουν ολοκληρωτική αλλαγή σημασίας (tener buena/mala fama, subir/bajar el listón), κλπ.[7]

Στο χώρο της γερμανικής φρασεολογίας, ο Wotjak (1983) διακρίνει μεταξύ των Textuelle Modificationen και Konventionelle-systemhafte varianten. Η δεύτερη κατηγορία δεν παρουσιάζει μεγάλο πρόβλημα επειδή εξαρτάται από διατοπικές, διαστρωματικές, και διαφασικές συνθήκες της γλώσσας. Δεν θα επιμείνουμε σε αυτό το θέμα, καθώς είναι σαφές ότι μια στερεότυπη σύγκριση, όπως λ.χ. Ser más canario que el gofio, χρησιμοποιείται μόνον στις Κανάριους Νήσους ή η στερεότυπη φράση Εstar hasta los cojones, δεν είναι συμβατή με ένα «τυπικό» ή επίσημο επίπεδο γλώσσας. Οι Textuelle Modificationen παρουσιάζουν τις εξής τρεις υποκατηγορίες:

- Επέκταση (Expansion): πρόσθεση νέων στοιχείων τα οποία δεν υπήρχαν στην αρχική ΦΜ El dinero no da la felicidad, [pero ayuda].

- Συρρίκνωση (Reduktion): χάνεται ένα στοιχείο της αρχικής ΦΜ. No quitarle [de encima] el ojo.

- Μετατροπή (Substitution): ένα στοιχείο της ΦΜ αντικαθίσταται με ένα άλλο. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν είναι πάντα εφικτό, επειδή μπορεί να χαθεί η σημασία της ΦΜ, όπως στο παράδειγμα Perra chica/ Perra gorda.

Εξάλλου, οι Ortega και González Aguiar (2005: 100-102) εστιάζουν κυρίως σε αλλαγές μορφολογικού, συντακτικού και λεκτικού είδους[8]. Οι πιο συχνές ΦΠ είναι εκείνες όπου ένα λεκτικό στοιχείο αντικαθίσταται με ένα άλλο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του: Me importa un pimiento/ comino/ pepino/ rábano. Delgado como un espárrago/ fideo/ palillo/ silbido. Οι ανωτέρω γλωσσολόγοι τονίζουν τη διαφορά ανάμεσα σε παραλλαγές μη σκόπιμες και σκόπιμες[9]. Αποκλείουν δε τη δεύτερη κατηγορία ως αντικείμενο μελέτης, επειδή τη θεωρούν δημιουργικό χειρισμό της γλώσσας.

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω θεωρητικές τοποθετήσεις επί του θέματος, θα σχολιάσουμε στη συνέχεια, ορισμένες ΦΠ του τύπου λεκτική αντικατάσταση, οι οποίες δεν αποτελούν σκόπιμες παραλλαγές[10].

Α) Τις περισσότερες φορές πρόκειται για διατοπικές, διαστρωματικές, και διαφασικές παραλλαγές. Οι διατοπικές παραλλαγές εμφανίζονται ακόμη και σε γλώσσες, οι οποίες ομιλούνται από λίγα εκατομμύρια ατόμων, πολύ δε περισσότερο και σε μεγαλύτερη έκταση, εμφανίζονται στην ισπανική γλώσσα, τόσο στην Ιβηρική Χερσόνησο όσο και στην Ισπανόφωνη Αμερική. Έτσι, στις Κανάριες Νήσους υπάρχει η σύγκριση Ser más negro que un coyor, που έφεραν οι παλιοί μετανάστες από τη Νότια Αμερική και η οποία γίνεται κατανοητή, γιατί ακολουθεί το γνωστό μοντέλο Ser mas X que Y, το οποίο Υ αντιστοιχεί σε ένα αντικείμενο ή πλάσμα που παρουσιάζει κάποιο χαρακτηριστικό σε υπέρτατο βαθμό[11]. Με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει ο ομιλητής τι σημαίνει coyor (Βενεζουέλα) ή coyol (Κόστα Ρίκα, Νικαράγουα), δηλαδή ένα είδος φοίνικα με σκούρο χρώμα, αλλά αντιλαμβάνεται το νόημα της ΦΠ, που στην ηπειρωτική Ισπανία συναντάται πιο συχνά υπό τη μορφή Ser más negro que el carbón. Οι παραλλαγές αυτού του είδους είναι συχνότατες σε όλες τις γλώσσες.

Σε ό, τι αφορά τις διαφασικές παραλλαγές, πρέπει να αναφέρουμε ότι και αυτές είναι πολύ συνήθεις και ότι βασίζονται στη διαφοροποίηση ανάμεσα στο «οικείο» και το «επίσημο» επίπεδο γλώσσας. Για το λόγο αυτό, η τόσο συχνή ΦΜ ¡Eso es lo que más me molesta/ fastidia! συνήθως εκφράζεται σε οικείο περιβάλλον ως ¡eso es lo que más me jode! ενώ το τυπικό ανάλογο της άτυπης (και ελαφρώς χυδαίας φράσης) ¡Manda cojones! είναι το «σχήμα ευφημισμού» ¡Manda narices! Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε δομές που είναι μεν κατανοητές, ακόμη και αν οι συγκεκριμένες λεξικές μετατροπές δεν γίνονται πάντα αντιληπτές στον καθημερινό λόγο.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν εξίσου και οι διαστρωματικές παραλλαγές, που συναντώνται σε χαιρετισμούς, όπως για παράδειγμα ¿Cómo estás? ¿Qué pasó? ¿Qué hay? καθώς πρόκειται για μια δομή διαφορετικού είδους, μη αποκλειστικά γλωσσολογική[12]. Πρόκειται για τις φατικές (fórmulas), οι οποίες χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις (χαιρετισμός, αποχαιρετισμός, ευχή, κτλ.) και με τρόπο που αποτυπώνει την εκάστοτε περίσταση.

Β) Η γλώσσα είναι σε συνεχή ανάπτυξη και, όπως συμβαίνει και με τις λέξεις, οι ΦΜ έχουν στιγμές δημιουργίας και θνητότητας. Για το λόγο αυτό, υπάρχουν πολλές φρασεολογικές μονάδες που βγαίνουν από την καθημερινή εκφορά του λόγου και σε λίγα χρόνια εξελίσσονται σε διαχρονικές ΦΜ. Μια τέτοια περίπτωση συνιστά και η κατηγορία εκείνη των ΦΜ που σχετίζονται με συγκεκριμένα φαινόμενα, κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, μόδα, που περνούν, αφήνοντας κάποιες φρασεολογίες. Έτσι, μια πολύ δημοφιλής φράση προ 30 ετών, όπως η Estar como Mateo con la guitarra, σήμερα, σχεδόν δεν ακούγεται, ενώ φράσεις, όπως Charlar más que una azuda y una aceña ή Hablar como un hético/ tísico δεν χρησιμοποιούνται πια, καθώς δεν υφίστανται ούτε ο «νερόμυλος» ούτε η «φυματίωση» και έτσι, προτιμάμε την Hablar por los codos. Αυτό το γεγονός σημαίνει ότι για να καταλάβουμε την πλειονότητα των εκφράσεων και φρασεολογιών που υπάρχουν στο Cuentos de los cuentos του Quevedo, θα πρέπει να συμβουλευόμαστε ταυτόχρονα κάποιο λεξικό με εκφράσεις και φρασεολογίες του Ισπανικού Χρυσού Αιώνα.

Γ) Σε άλλες περιπτώσεις, μεμονωμένες, αλλά πιο συχνές, η αντικατάσταση ενός λεκτικού στοιχείου οφείλεται στην αλλοίωση της χρήσης μιας γλώσσας από ανθρώπους που δεν έχουν ενδεχομένως συνείδηση μιας τέτοιας παραλλαγής, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει στις γνωστές ΦΠ: Me importa un comino/ un rábano/ un pimiento/ pepino/ pito > pepino. Βέβαια, ο ομιλητής δε δίνει συνήθως ιδιαίτερη σημασία στη διόρθωση των ΦΜ που χρησιμοποιεί, απορροφημένος από άλλες λεπτομέρειες -illocutive και prellocutive- του καθημερινού προφορικού λόγου. Έτσι, παρότι η ΦΜ Me importa un comino έχει λογική εξαιτίας του μεγέθους του μπαχαρικού «comino», η άλλη ΦΠ Me importa un pepito, δεν γίνεται επαρκώς αντιληπτή και αυτό γιατί προκύπτει από την αλλοίωση που έχουν υποστεί άλλες ΦΠ, όπως, για παράδειγμα, Me importa un pepino/ Me importa un pito.

Σαν παράδειγμα της αλλοίωσης εντοπίσαμε τις εξής ΦΠ:

(i) Estar a pedir un riñón, (που ακούσαμε από ένα δημόσιο υπάλληλο ενός κέντρου υγείας) είναι μια λεκτική αντικατάσταση της τόσο συνηθισμένης φρασεολογίας Estar a partir un piñon. Τέτοιες παραλλαγές είναι ένας συνδυασμός της απροσεξίας του ομιλητή και της φωνητικής ομοιότητας των λέξεων που τις αποτελούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αποκλείουμε και την επιρροή άλλης ΦΜ όπως, π.χ. εδώ A pedir de boca. Έτσι συμβαίνει και στην εξέλιξη άλλων φρασεολογικών όπως αναφέραμε προηγουμένως Me importa un pimiento/ pepino > pepito.

(ii) Ser la flor innata, μια παραλλαγή της στερεότυπης φράσης ser la flor y nata η οποία δημιουργείται εξαιτίας της φωνητικής ομοιότητας.

(iii) Ser un desecho de perfección, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα παραλλαγή επειδή ο ομιλητής δεν έχει αντιληφθεί τη σημασία του όρου «dechado» (μοντέλο) και το αντικαθιστά με μια λέξη με ευρύτερη χρήση αλλά με διαφορετική σημασία «desecho» (απόβρασμα).

(iv) Fumar como un cosaco, είναι ένα παράδειγμα της στερεότυπης σύγκρισης όπου το στοιχείο της σύγκρισης δεν είναι ασήμαντο. Έτσι λέμε ser más feo que el diablo/ coño/ carajo, και άλλες παραλλαγές που πάνε από Picio μέχρι ολόκληρες φράσεις όπως Ser mas feo que pegarle a un padre/ que mandado a encargar. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ομιλητές γνωρίζουν ότι οι Κοζάκοι είναι γνωστοί για τις υπερβολές και έτσι δημιουργούμε με ανάλογο τρόπο: comer como un cosaco, dormir como un cosaco, κτλ.

Έχουμε αναφερθεί στην ισπανική φρασεολογία, για την οποία παρουσιάζονται κάθε φορά και περισσότερες μελέτες και λεξικά[13] δίνοντας ιδιαίτερη σημασία σε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της φρασεολογίας, στην παραλλαγή. Παρόλα αυτά, δε θα θέλαμε να τελειώσουμε αυτήν την εργασία χωρίς να αναφερθούμε με σύντομο τρόπο στη λεγόμενη συγκριτική φρασεολογία. Δεν είναι δύσκολο να συναρτήσουμε αντιστοιχίες και ισοδυναμίες σε ΦΜ της ελληνικής και της ισπανικής γλώσσας για παράδειγμα, όπως:

i) Σύναψη: Pedir un favor - ζητώ μία χάρη.

ii) Στερεότυπες φράσεις: meter mano - βάζω χέρι / romper el hielo - σπάω τον πάγο / tomar aire - παίρνω αέρα.

iii) Φρασεολογικά εκφωνήματα: Más vale pájaro en mano que ciento volando - Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι

iv) Φατικές: ¡Salud! - Στην υγεία μας!

Είναι εμφανές, ότι τα Ελληνικά και τα Λατινικά έχουν «συνυπάρξει» σχεδόν 25 αιώνες και αυτή η «συνύπαρξη» έχει αναμφισβήτητα επηρεάσει την ισοδυναμία των φρασεολογικών μονάδων. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα η σκέψη ότι και οι Σεφαραδίτες της Μεσογείου, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προσέγγιση της ελληνικής και της ισπανικής γλώσσας, όπως έχουν παρατηρήσει ο Ναρ (1985) και ο Montoliu (1996).

Δ) Συμπεράσματα

Η παραλλαγή στη φρασεολογία είναι έμφυτη στη γλώσσα και δεν αντιτάσσεται καθόλου στην παγίωση που χαρακτηρίζει τις φρασεολογικές μονάδες, εκφράζει όμως τη διαφορά των καταστάσεων στην οποία ζουν οι ομιλητές.

Μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι φρασεολογικές μονάδες που εμφανίζουν παραλλαγές από ομιλητές που ουσιαστικά αγνοούν τη σημασία των λέξεων. Αυτό αποδεικνύει ότι απομνημονεύουμε τις ΦΜ όπως και τις απλές λέξεις και ότι αυτό που τελικά αναγνωρίζουν οι ομιλητές, είναι οι φρασεολογικές δομές.

Η φρασεολογική σύγκριση ανάμεσα στην Ελληνική και την ισπανική, δείχνει ένα μεγάλο βαθμό ισοδυναμίας ανάμεσα στις δύο γλώσσες και δεν αποκλείεται, η Ισπανο-εβραϊκή γλώσσα να αποτέλεσε ένα σύνδεσμο στην εξέλιξη αυτής της προσέγγισης.

Βιβλιογραφία

Bally, Charles (1951). Traité de stylistique française, Paris: Librairie C. Klincksieck.

Bosque, I. (2001). Sobre el concepto de colocación y sus límites: LEA, XXIII: 9-40.

Burger, H. (1998) Pharaseologie. Eine Einführung am Beispiel des Deutschen eine Einführung am Beispiel des Deutschen. Berlín: Schmidt

Carneado Moré, Z., A.M. Tristá (1986). Estudios de fraseología, Cuba: Academia de Ciencias de Cuba-Instituto de Literatura y Lingüística.

Corpas Pastor, G. (2003). Diez años de investigación en la fraseología. Análisis sintácticos semánticos contractivos y traductológica. Vervuert: Lingüística Iberoamericana.

Corpas Pastor, G. (2000). Las lenguas de Europa. Estudios de fraseología, fraseografía y traducción. Granada: Comares.

Corpas Pastor, G. (1996). Manual de fraseología española. Madrid: Gredos.

Coseriu (1986 [1977]). Principios de semántica estructural. Madrid: Gredos.

Crida Álvarez C. (1999). Ανθολογία ισπανικών παροιμιών και φράσεων με αντιστοιχίες στα ελληνικά και αντίστροφα. Αθήνα: Κώδικας .

Δεμίρη, Ε. (1983). Η γλώσσα των ιδιωματισμών και των εκφράσεων. Thessaloniki: University Studio Press.

García Page, M. (2003). Locuciones verbales o locuciones adverbiales: Actas del Congreso Internacional de Lingüística “El verbo y su entorno: gramática, léxico, texto”. Poznaf, Polonia. (22-24 mayo).

Koike, K. (2001). Colocaciones léxicas en el español actual: estudio formal y léxico semántico, Madrid: Gredos.

Koike, K. (2002). Comportamientos semánticos en las colocaciones léxicas”: LEA, XXIV: 4-23.

López Roig, C. (2002). Aspectos de morfología contrastiva (alemán-español) en el sistema y en el texto. Frankfurt: Peter Lang.

Montoliu, C. (1996). Griego, turco y judeo-español, tres lenguas en contacto: Erytheia, 17: 279-286.

Nαρ, A. (1985). Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μέσα από τις παροιμίες τους. Θεσσαλονίκη: Ισραηλιτική κοινότητα.

Ortega G., González Aguiar I. (2005). En torno a la variación de las unidades fraseológicas: Ramón Trives, E., Wotjak, G., Almela R., (Eds.) Fraseología contrastiva: con ejemplos del alemán, español, francés e italiano, Murcia-Leipzig: Universidad de Murcia. Servicio de publicaciones: 91-109

Penadés Martínez, I. (2001). ¿Colocaciones o locuciones verbales?: LEA, XXIII: 57-88.

Peramos Soler Ν. (2003). Φρασεολογική σύγκριση μεταξύ της νεοελληνικής και ισπανικής γλώσσας. Πρακτικά του 24ου ετήσιου συνεδρίου του Τμήματος Γλωσσολογίας του ΑΠΘ, 9-11 Μαΐου, Θεσσαλονίκη. 555-559

Pérez Vigaray J. M., J.J. Batista (2005). Comparación nominal y fraseológica. Ramón Trives, E., Wotjak, G., Almela R., (Eds.) Fraseología contrastiva. Murcia-Leipzig: Universidad de Murcia, Servicio de publicaciones: 81-89.

Ramón Trives,E., Wotjak,G., Almela R., (Eds.) (2005). Fraseología contrastiva: con ejemplos del alemán, español, francés e italiano. Murcia-Leipzig: Servicio de Publicaciones, Universidad de Murcia.

Ruiz Gurillo, L. (2001). Las locuciones en el español actual. Madrid: Arco-libros.

Ruiz Gurillo, L. (1998). La fraseología del español coloquial. Barcelona: Ariel.

Seco, M (2004). Diccionario fraseológico documentado del español actual. Madrid: Aguilar.

Tristá A. M. (1988). Fraseología y Contexto. La Habana: Editorial de Ciencias Sociales.

Varela, F., Kubarth, Η. (1994), Diccionario fraseológico del español moderno. Madrid: Gredos.

Wotjak, G. (1985). Estudios de fraseología y fraseografía actual. Frankfurt: Vervuert/ Iberoamericana.

Zulοaga A. (1980). Introducción al estudio de las expresiones fijas. Frankfurt: Verlang Peter D. Lang.

Abstract

NATIVIDAD PERAMOS SOLER & JOSÉ JUAN BATISTA RODRÍGUEZ – The linguistic changes of the phrasal units in the Spanish language

Phrase units undoubtedly create problems in the translation of texts and they are of particular interest in the learning of a second foreign language as they are used extensively in the spoken language. The difficulty that phrases create during the translation from one language to another is influenced by two parameters which are their undefined origin and the diverse forms that they can take.

The present project focuses on the diversities of phrases that exist in the Spanish language and how their frequent use has had an impact on their development. Their development is basically characterized by the lack, presence, integration or substitution of lexical items that can lead to the change of meaning or their disassociation from their origin.


[1] Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

[2] Universidad de La Laguna (Ισπανία).

[3] Bosque (2001), Corpas Pastor (1996, 2000 y 2003), Ruiz Gurillo (1998 y 2001), Penadés Martínez (2001), García-Page (2003) και Koike (2001).

[4] Για την ελληνική και ισπανική γλώσσα: Crida Álvarez (1999), Δεμίρη (1983), Peramos Soler (2003).

[5] Υπάρχουν και άλλοι που μιλούν για περισσότερα από δώδεκα χαρακτηριστικά (López Roig, 2002) δίνοντας έμφαση στην ιδέα ότι υπάρχουν χαρακτηριστικά που είναι κεντρικά και περιφερειακά. Σε αυτήν την παρουσίαση, θα ασχοληθούμε με αυτά που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης.

[6] Ακόμη και η πιο επίσημη γλώσσα είναι γεμάτη με colocaciones. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι μια καλή ομιλία δεν χρησιμοποιεί τον «επαναλαμβανόμενο λόγο». Το μοναδικό λογοτεχνικό κείμενο που, απ' όσο γνωρίζουμε, είναι φτιαγμένο μόνο με εκφράσεις, είναι το Cuento de Cuentos του Quevedo, και παρόλο που έχει ένα μικρό αριθμό σελίδων, η ανάγνωσή του καταντά κουραστική.

[7] Αντίθετα με αυτά που υποστηρίζουν οι Wotjak, Ortega και η González Aguiar, ο Zuloaga δεν θεωρεί Φ.Π. ούτε εκείνες τις γραμματικές μετατροπές όπως meter la pata/ metedura de pata ούτε τις γεωγραφικές ή κοινωνικο-πολιτιστικές παραλλαγές που ανήκουν στην ίδια γλώσσα και είναι σωστές στις περιοχές που τις χρησιμοποιούν, όπως cazar tilingos [Ecuador] / pensar en las musarañas [español general] ή quedarse en el chasis [popular] / quedarse en los huesos [general]), ούτε τις φρασεολογικές μονάδες που χαρακτηρίζονται από την έλλειψη ενός αναγκαίου στοιχείου (a mis / tus / sus anchas).

[8] Αντιλαμβανόμαστε σαν μορφολογική αλλαγή, εκείνες τις αλλαγές που γίνονται στις λέξεις μιας ΦΜ. Αυτές μπορούν να είναι στο γένος, στον αριθμό: más pobre que las ratas/ más pobre que una rata; volver las aguas a su cauce/ volver las aguas a sus cauces; romper en pedazos/ romper en (mil) pedazos; ponerse gallo/ ponerse gallito, poner de patas en las calle/ poner de patitas en la calle. Οι συντακτικές παραλλαγές εμφανίζονται όταν υπάρχει μια αλλαγή στη σειρά της φράσης, αλλά αυτή δεν επηρεάζει την έννοια της ΦΜ: remover cielo y tierra / remover tierra y cielo; confundir el tocino con la velocidad / confundir la velocidad con el tocino; del derecho y del revés / del revés y del derecho.

[9] Άλλες μελέτες κάνουν την ίδια διάκριση: Η Corpas Pastor (1996: 27), διαχωρίζει ανάμεσα σε παραλλαγές μη σκόπιμες και μετατροπές σκόπιμες και ο Burger (1998) αντιτάσσει την σκόπιμη παραλλαγή στη συνηθισμένη παραλλαγή.

[10] Όλες οι φρασεολογικές παραλλαγές που παρουσιάζουμε είναι καταγεγραμμένες από άλλους συγγραφείς στις μελέτες τους. Όλες αυτές συμπεριλαμβάνονται σε αυτό που ονομάζουμε μη σκόπιμη παραλλαγή, επειδή οι ομιλητές δε χρησιμοποιούν ενσυνείδητα τις παραλλαγές αυτές.

[11] Είναι αυτό που ο Ortega και η González Aguiar (2005: 102-103) ονομάζουν φρασεολογικές δομές –estructuras fraseolόgicas- λέγοντας το εξής: «hablaremos de dichos esquemas para designar aquellas combinaciones de palabras fijadas a las que se les añade un sintagma u oración (que es precisamente la parte variable), y que muestran una productividad especial frente a otras combinaciones sintácticas fijadas. Sería el caso de patrones fraseológicos como A todo/toda..., (No) meterse en/donde..., [...]. Estos esquemas cumplen con dos requisitos importantes para ser analizados como variantes: la equivalencia designativa y la semejanza formal parcial».

[12] Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι είναι εντελώς γλωσσολογικά τα χαρακτηριστικά, όπως ο τονισμός της ερώτησης, στο παράδειγμα που παρουσιάζουμε, ή το θαυμαστικό στον τονισμό (¡Hola!, ¡Adiós!).

[13] Πρέπει να ξεχωρίσουμε τις μελέτες των Varela & Kubarth (1994) και Seco (2004).