Ιθαγενείς Tz´utujil maya, GuatemalaΕγώ σκέπτομαι, εσύ μιλάς, αυτός ακούει, εμείς κατανοούμε...
Ταξίδι στην Αμερικανική ήπειρο μέσα από τις γλώσσες των ιθαγενών

Έχουμε σκεφτεί ποτέ, γιατί τα ισπανικά ρήματα της 1ης συζυγίας, όπως π.χ., το honrar (ονράρ = τιμώ), έχουν στον ενικό αριθμό του ενεστώτα οριστικής τις καταλήξεις;

  • honr-o
  • honr-as
  • honr-a

Οι γλωσσολόγοι υποστηρίζουν ότι σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει συγγένεια με την κλασική ελληνική γλώσσα, στην οποία τα συνηρημένα ρήματα έχουν παρόμοιες καταλήξεις:

  • τιμ-άω – τιμ-ῶ
  • τιμ-ᾷς
  • τιμ-ᾷ

Η επόμενη ερώτηση θα μπορούσε να είναι: από πού προέρχονται αυτές οι λέξεις; Η απάντηση είναι απλή: το πρώτο ρήμα έχει τις ρίζες του στο λατινικό honrāre, ενώ το δεύτερο είναι παράγωγο του αρχαίου ελληνικού «τίω». Μας αρκούν, όμως, αυτές οι εξηγήσεις; Γιατί δεν αναρωτιόμαστε πώς δημιουργήθηκαν όλες αυτές οι παράξενες λέξεις της απώτερης αρχαιότητας; Η λύση είναι ακόμη πιο απλή: η γλώσσα, η πιο αυθαίρετη, αλλά συγχρόνως και η πιο λογική σύλληψη του ανθρώπινου νου, είναι ο καθρέφτης της κάθε εθνικής νοοτροπίας. Αυθαίρετη, επειδή δε γνωρίζει «γιατί», και λογική, λόγω των ομοιοτήτων που παρουσιάζει.

Ας αφήσουμε, όμως τώρα, τις κλίσεις ρημάτων, για να θυμηθούμε εκείνη την πασίγνωστη ιστορία της Γιορόνα (Llorona), που τριγυρνά τα βράδια στα ποτάμια ψάχνοντας το παιδί της –που το είχε πετάξει από μια γέφυρα. Λένε πως είναι το πνεύμα της Μαλίντσε (Malinche) –της ινδιάνας που είχε προδώσει τους Αζτέκους και που ο Ισπανός κατακτητής Κορτές (Hernán Cortés) της χάρισε, αντί για ένα ευχαριστώ, εκείνο το νόθο παιδί. Ας σκεφτούμε, λοιπόν, ότι αυτό το φάντασμα εξακολουθεί να ψάχνει ποιοι είναι οι Λατινοαμερικάνοι, τι είναι, από πού έρχονται και προς τα πού πορεύονται…

Ιθαγενείς Tz´utujil maya, Guatemala Για να μην αμφιβάλλουμε για τη συνοχή των προλεχθέντων, ας αναλογιστούμε τη δυσκολία που συναντά κάποιος όταν χρειάζεται να αναφερθεί στην Αμερικανική ήπειρο: πώς θα πρέπει να την αποκαλεί; Λατινική Αμερική, Ισπανόφωνη Αμερική ή Νότια Αμερική, όπως υπεραπλουστευμένα την ονομάζουν κάποιοι; Ας προσέξουμε σε αυτό το σημείο, γιατί διατρέχουμε τον κίνδυνο να αποκλείσουμε είτε τους Ολλανδούς της Καραϊβικής, είτε τους Αγγλοσάξονες των Ηνωμένων Πολιτειών της βόρειας Αμερικής, ή ακόμη και τους Πορτογάλους ή και πολλούς άλλους λαούς της κεντρικής Αμερικής. Τότε λοιπόν, τι πρέπει να γίνει; Ίσως θα ήταν καλύτερα να ακούγαμε τους κατόχους αυτής της γης, τους ιθαγενείς, οι οποίοι σοφά έδιναν ονομασίες από τη Φύση στην πατρίδα τους: “Nolpopokayan” , δηλαδή «Γη όπου τα Βουνά Καπνίζουν», είναι το όνομα στη γλώσσα νάουατλ (náhuatl) των Αζτέκων, που μας εξηγεί την ηφαιστειογενή προέλευση της κεντρικής Αμερικής. “Tawantinsuyu” σημαίνει στη γλώσσα των Ίνκας «η Ενσωμάτωση σε Μορφή Νομικού Προσώπου των Τεσσάρων Περιοχών των Άνδεων, που σχηματίζουν ένα ενιαίο Ινκαϊκό Κράτος.» “ Yvy mara'eỹ ”, «η Γη Χωρίς Κακό», είναι ο τόπος που οι Μ’μπ-α Τουπί-Γουαρανί (Mby´a tupí-guaraní) συνεχώς αναζητούσαν στον αιώνιο πηγαιμό τους από την Αμαζονία στο Τσάκο (Chaco) της Παραγουάης. Ινδιάνικη ή Λατινική Αμερική, η απόφαση είναι υποκειμενική…

Ας ταξιδέψουμε, τώρα, ως την εποχή του Χριστόφορου Κολόμβου (Cristóbal Colón, αμφισβητούμενος ο τόπος γέννησης και το έτος: 1436 [56;] – Ισπανία, 1506), ο οποίος για να μπορέσει να συνεννοηθεί με το «νέο» κόσμο, είχε πάρει μαζί του 2 διερμηνείς που γνώριζαν την Εβραϊκή, τη Χαλδαϊκή και λίγο την Αραβική γλώσσα, αλλά… «τα χέρια τούς χρησίμευαν εκεί ως γλώσσα», όπως μας διηγούνται οι χρονικογράφοι εκείνης της εποχής: «Τι φοβερή έκπληξη! Οι νέοι αυτοί λαοί μιλούν ο καθένας τη δική του γλώσσα και δε συνεννοούνται μεταξύ τους, όπως συμβαίνει και ανάμεσα σε εμάς και στους Άραβες», έλεγαν οι Ισπανοί, κι ούτε καν μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχαν συνολικά 2.800 γλώσσες σε εκείνην την ήπειρο. Σύντομα έμαθε ο Κολόμβος τις λέξεις της γλώσσας ταΐνο (taíno) της Καραϊβικής, που σημαίνουν χρυσό, ή τουλάχιστον αυτές που εκείνος νόμιζε ότι εξέφραζαν αυτήν την έννοια: tuob, caona, noçay, ενώ αμέσως πρόσθεσε κι άλλες στο λεξιλόγιό του: canoa –που αντικατέστησε την ισπανική almadía, που σημαίνει: βάρκα (αν και στην πραγματικότητα, η λέξη δεν είναι ισπανική, αλλά αραβική, όπως μαρτυρεί το άρθρο al ( ال) , που αποτελεί την πρώτη συλλαβή). Μία άλλη λέξη δάνειο του ινδιάνικου Κόσμου στον ευρωπαϊκό, είναι ο «φύλαρχος» (cacique), που αντικατέστησε το ισπανικό reyezuelo (=βασιλίσκος)· αυτή η λέξη, όμως, θα είχε αργότερα άσχημη εξέλιξη: «κασίκε» ονόμαζαν για πολλές δεκαετίες τους δικτάτορες του ισπανόφωνου Κόσμου… Το καλαμπόκι -ένα από τα πολιτισμικά προϊόντα που ίδρυσαν τον μεσοαμερικανικό πολιτισμό, ήρθε με τα καράβια στην Ευρώπη μαζί με το λήμμα maíz (mays zea), εμπλουτίζοντας έτσι το πρώτο λεξικό της Ισπανικής γλώσσας του Αντόνιο Νεμπρίχα (Elio Antonio de Nebrija, 1441-1522).

Από την άλλη πλευρά, οι ισπανικές λέξεις που εμφανίζονται σε πρώτη χρήση, είναι οι θρησκευτικές εκφράσεις, μεταφρασμένες στις γλώσσες των ιθαγενών, όπως: Ñandeyará pueblo, δηλαδή: «το ποίμνιο του Κυρίου», και angaipá, που κατά λέξη, στη γλώσσα των Γουαρανί σημαίνει: «κηλίδα ψυχής», δηλαδή: αμαρτία. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η πιο συνηθισμένη έκφραση των Αργεντινών, η λέξη che (=τσε), που τη χρησιμοποιούν ως «ρε», είναι στην πραγματικότητα η κτητική αντωνυμία δικός, -ή, -ό μου στη γουαρανική.

Θα πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε ότι από εκείνη την πρώτη συνάντηση, οι ιθαγενείς γλώσσες της Αμερικής αποτελούν μία από τις αναπόφευκτες πηγές επιρροής της σύγχρονης ισπανικής γλώσσας. Είναι μία πηγή που χρωματίζει με τις εξωτικές τις αποχρώσεις την ισπανική ντοπιολαλιά της Λατινικής Αμερικής, στα πλαίσια της ένταξης του Νέου Κόσμου στην ισπανική νοοτροπία, και συγχρόνως στα πλαίσια της ένταξης των Ισπανών στην ινδιάνικη ζωή. Όπως κάθε τι που γεννιέται από τη σύγκρουση δύο Κόσμων διαφορετικών -όχι μόνο από πολιτιστική άποψη, αλλά επίσης και από την άποψη του φυσικού περιβάλλοντος-, η διαδικασία ήταν περίπλοκη, ακριβώς επειδή η σύγκρουση εκείνη ήταν από τις πιο βίαιες της Ιστορίας.

Τον 16ο αι., το ΙΙ. Εκκλησιαστικό Συνέδριο υποχρεώθηκε να ανακοινώσει: “Nullus audiat confesionen per interpretem”, που στα λατινικά σημαίνει: «οὐδεὶς ἐξομολογεῖται μέσῳ διερμηνέως». Ευτυχώς για τους ιερωμένους, σε πολλές περιοχές επιβλήθηκε ή αναπτύχθηκε μία “lingua franca”, ένα γενικευμένο γλωσσικό όχημα για τη συνεννόηση των κατοίκων απέραντων περιοχών: η náhuatl των Αζτέκων στο Μεξικό, η quechua των Ίνκας για τις Άνδεις και η guaraní στην Παραγουάη και στη Βραζιλία. Εναλλακτικές μέθοδοι κατήχησης σε γλώσσες ινδιάνικες ή χριστιανικές έφεραν ως αποτέλεσμα φαινόμενα μονογλωσσίας, διγλωσσίας και γλωσσικού υβριδισμού. Η αποκλειστική χρήση μίας μόνο ιθαγενούς γλώσσας, έχει κάνει τους γηγενείς, από τη μία πλευρά να διατηρούν την πολιτισμική τους ταυτότητα, κι από την άλλη, να περιθωριοποιούνται από την κοινωνική ανάπτυξη. Η μονόπλευρη γνώση της Ισπανικής ή Πορτογαλικής έχει οδηγήσει τις κοινότητες των ιθαγενών σε απάρνηση του πολιτισμικού τους πυρήνα. Η διγλωσσία είναι εν μέρει μία λύση, αλλά όχι η καλύτερη.

Η υποτιθέμενη πανάκεια του υβριδισμού έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες, οδηγώντας τους λαούς σε απώλεια της ρίζας τους.

Κρίνοντας από τις ιστορικές αναφορές, οι ιθαγενείς είχαν μεγαλύτερη έφεση στην εκμάθηση της Ισπανικής γλώσσας, από ότι οι Ισπανοί για τις τοπικές γλώσσες. Παρ’ όλα αυτά όμως, πάντα υπήρχαν προβλήματα στη συνεννόηση. Στο Περού, ο ιστορικός και συγγραφέας Ίνκα Γκαρσιλάσο δε Λα Βέγα (Gómez Suárez de Figueroa, Inca Garcilaso de la Vega, Περού, 1539 –Ισπανία, 1616), μας αφηγείται το πασίγνωστο (στο λατινοαμερικάνικο κόσμο) ανέκδοτο με τον ινδιάνο Φελιπίγιο (Felipillo), ο οποίος είχε μάθει τα ισπανικά, μόνο ακούγοντας τους κατακτητές να μιλούν, και όταν προσευχόταν, αντί να απαγγέλλει: «Πατήρ, Υἱός καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα Ὁμοούσιος καὶ Ἀδιαίρετος», έλεγε: «ο Θεός, τρία και ένα κάνουν τέσσερα»!... Στο Μεξικό οι ινδιάνοι μετρούσαν τις ακατανόητες ισπανικές λέξεις με σπόρους καλαμποκιού.

Ο μιγαδισμός ανάμεσα στη «φυλή του χαλκού» και στη «χλωμή φυλή», επέφερε γλωσσικό μιγαδισμό κι ένα καλειδοσκόπιο συνεννόησης. «Che esperanza poraité – Για την ελπίδα μου θα σου μιλήσω» τραγουδά ο Εμιλιάνο Ρε (Emiliano Re) στο γλωσσικό ιδίωμα γιο πορά (jo porá), τα γουαρανοποιημένα ισπανοπορτογαλικά από την Παραγουάη.

Από την άλλη πλευρά της ηπείρου, στην Κούβα, οι ύμνοι της σαν’τερία (santería) –των μαγικοθρησκευτικών τελετουργιών που αφιερώνονται στο πάνθεον των Ορίτσα (orisha), ψέλνονται στην τελετουργική γλώσσα λουκουμί (lucumí) των Γιορουμπά (èdè Yorùbá)της δυτικής Αφρικής, και μεταδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά, γεγονός που φέρνει ως συνέπεια τη λανθασμένη αφομίωσή τους:

«Bara loyuro sokeboda
omoni Alawana komamakeña irawo e.
Bara suayu
omoni Alawana komamakeña irawo e.
Obara wayu eké Eshu odara
omoni Alawana komamakeña irawo e.»


«Σ’ εκλιπαρούμε,
κάνε να ‘ναι ο χρησμός καλός
για τα παιδιά μας σήμερα
και να πάψουν πια
τα προβλήματα
που μας στέλνουνε τ’ αστέρια.»


Η ισπανική μετάφραση αυτών των στίχων ακολουθεί λανθασμένα την αφρικανική σύνταξη των πρώτων εκείνων ιερέων που ύμνησαν τον Ελέγκμπα Ελεγουά (Elegba-Eleguá) –το τριαδικό πνεύμα:

«Rogar,
permítanos para que este ebó
sea bueno para los hijos hoy,
que no sigan los problemas
que nos envían
las estrellas.»


Όχι πολύ μακριά, στο Πουέρτο Ρίκο (Puerto Rico), τα Ισπανικά δεν έχουν αφρικάνικο χρώμα, αλλά μεταμφιέζονται σε μπορίνκεν (borinquen), σε ισπανοαγγλικά (espanglish) Καραϊβικής, και θυμίζουν σε εμάς, τους Έλληνες, τα «μπρούκλικα» της αμερικανικής ξενιτιάς:

«Se había casado con un drunken bastard de billar, de esos que nacen con la caneca incrustada en la mano y encierran a la fat, ugly housewife en la casa con diez screaming kids entre los cellulitic muslos, mientras ellos hacen pretty-body y le aplanan la calle a cualquier shameless bitch.»


«Είχε παντρευτεί μ’ έναν drunkenbastard (μεθυσμένο μπάσταρδο) από τα μπιλιαρδάδικα, από ‘κείνους που γεννιούνται με το ποτήρι κολλημένο στο χέρι και κλείνουν τη fat, ugly housewife (χοντρή, άσχημη σύζυγο) στο σπίτι με δέκα screaming kids (φωνακλάδικα παιδιά) ανάμεσα στα cellulitic (με κυτταρίτιδα) μπούτια τους, ενώ εκείνοι κάνουν pretty-body (καμάκι) και ανοίγουν το δρόμο σε οποιαδήποτε shameless bitch (ξεδιάντροπη τσούλα).»
(Ana Lydia Vega, Pollito chicken, Puerto Rico, 1977)

Ο γλωσσικός μιγαδισμός, όμως, δε γνωρίζει όρια και δεν ακολουθεί κανόνες διμορφίας. Τρεις, έως και τέσσερεις γλώσσες μαζί μπορούν να γεννήσουν νέα υβρίδια, όπως αυτό της Νικαράγουας, που έχει φωνή μισκίτο (της φυλής των ινδιάνων miskitu), προφορά ισπανική και λέξεις των αγγλόφωνων πειρατών της Καραϊβικής:

«… tuktan wal duri kum waki kan. Nina nani ba Basilio bara Prendilicia. Basilio matawalsip mani bri kan bara Prendilicia ba matlalkahbi pura yumphpa baman alcan kan.»


«… δύο παιδιά οδηγούσαν μία πιρόγα. Ήταν ο Βασίλης και η Πρενντιλίσια. Το αγόρι ήταν δέκα χρονών, ενώ το κορίτσι μόλις έκλεινε τα εννέα.»

Έτσι άρχιζε το αναγνωστικό του Δημοτικού στη Νικαράγουα της δεκαετίας του 1980 και των Σαντινίστας (sandinistas).

Όσον αφορά τη γραφή των ινδιάνικων γλωσσών, είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι δεν υπάρχει καμία. Ο καθηγητής Ανδρέας Λόμμελ (Andreas Lommel), του Παν/μίου του Μονάχου, μας λέει ότι εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τις σύγχρονες, μη βιομηχανικές κοινωνίες, θα πρέπει να μελετήσουμε τον προϊστορικό άνθρωπο. Οι σπηλαιογραφίες και τα τατουάζ ήταν ανέκαθεν αφηγηματικές τέχνες. Τα γλυπτά σύμβολα σε πέτρα συναντώνται σε όλες τις γεωγραφικές συντεταγμένες της Αμερικανικής ηπείρου. Η ιδεογραφική αποτύπωση ήταν περισσότερο ανεπτυγμένη στον πολιτισμό των Μιστέκων (mixtecas) της Οαχάκα (Oaxaca) στο Μεξικό, και των Αζτέκων. Τα σύμβολα λειτουργούσαν ως εικονογράμματα που αναπαριστούσαν κατά προσέγγισιν την πραγματικότητα, ή ως ιδεογράμματα που τη συμβόλιζαν, ή ακόμη και ως φωνογράμματα που προέρχονταν από ακρωνύμια, δηλαδή χρησιμοποιούσαν τις αρχικές συλλαβές ορισμένων λέξεων ως φθογγικά σύμβολα: για να εκφράσουν, λοιπόν, το όνομα της πόλης Κοατλάν (Coatlán), στο Μεξικό, οι λαοί που μιλούσαν τη γλώσσα νάουατλ ζωγράφιζαν ένα φίδι, που στη γλώσσα τους λέγεται κόατλ (cóatl) και δύο δόντια με ούλα, που ονομάζονται τλαν-τλι (tlan-tli).

Η ρίζα "τλαν" συμπίπτει με τον τοπικό προσδιορισμό «σε, στο». Έτσι, Κοατλάν, στη γλώσσα των Αζτέκων, σήμαινε: «Τόπος των Φιδιών».

Η γραφή των Μάγια εμφανίζει υψηλότερο βαθμό συστηματοποίησης.

Από τον 14ο αι. μ.Χ., υπάρχουν αναφορές για σύστημα γραφής των Ίνκα, σε τετραγωνισμένα γεωμετρικά σχήματα, που συναντώνται σε υφαντά, ή στα ξύλινα τελετουργικά σκεύη που ονομάζονται κέρος (keros).

Ένα σύστημα σπάνιας ευφυΐας είναι το γνωστό κ’ίπου (qipu), ένα σύνολο μάλλινων νημάτων από προβατοκάμηλο των Άνδεων (llama), με κόμπους διαφόρων ειδών, μεγεθών, χρωμάτων και πυκνοτήτων, που οι σοφοί κίπουκαμάγιοκ (qipukamayoq) ήξεραν να αποκρυπτογραφούν και να καταγράφουν στατιστικά και ιστορικά στοιχεία της αυτοκρατορίας τους.

Η Κατήχηση γινόταν από τους Καθολικούς κατακτητές με καμβάδες που είχαν ζωγραφισμένες εικόνες, ακατανόητες, όμως, για τους ιθαγενείς: το χρονικό επίρρημα «τώρα», συμβολιζόταν με ένα χέρι που χτυπούσε μία καμπάνα, σημαίνοντας την ώρα. Έτσι, η λέξη, ο λόγος, έπαψε να λειτουργεί ως υποστήριγμα της λογικής σκέψης.

Έχουμε δει ως τώρα την επιμειξία της ισπανικής γλώσσας με τα ιδιώματα της Καραϊβικής. Αλλά, τι είναι, στην πραγματικότητα αυτή η επιβλητική και γρήγορη στο άκουσμα γλώσσα, που μας αφήνει την ελευθερία να εκφραστούμε με τόσο ποικίλους τρόπους; Όταν μιλάμε ανυποψίαστοι, χρησιμοποιώντας λέξεις καθημερινές, όπως: cerveza = μπύρα, izquierda = αριστερά, piedra = πέτρα, falda = φούστα, aceite = λάδι, embajada = πρεσβεία, catre = ντιβάνι, sastre = ράφτης και carnaval, που όλοι καταλαβαίνουμε την έννοιά της, θα έπρεπε να συγκινούμαστε με το που προφέρουμε φθόγγους από καστροπολιτείες κέλτικες και Βάσκους καστρινούς, κάστρα Γερμανικά, καστράρχες από τη Γαλικία και καστρόπορτες Ιταλικές, Λουζιτανικά και Καταλανικά μετόχια καστρινά, μα πάνω απ’ όλα, Καστιλλιάνους -Ισπανούς- με 36.000 ρίζες Ελληνικές και 4.000 λέξεις με σύμφωνα Αραβικά, λαρυγγικά:

«¿Qué fareyo, o qué serad de mibi?
¡Habibi, non te tuelgas de mibi!»

θρηνεί μία μουγουάσαχα ( موشح muwashah), δηλαδή ένα μεσαιωνικό αραβο-ανδαλουσιανό ποίημα, με το οποίο ο καλλιτέχνης εκλιπαρεί την πολυαγαπημένη του να μην απομακρυνθεί από κοντά του. Έτσι, λοιπόν, η ίδια αυτή γλώσσα με την προδιάθεση στον εξωτισμό, μεταλλάχθηκε σε μία πολυπρόσωπη διάλεκτο, που μας κάνει να ξεχωρίζουμε αμέσως έναν Αργεντινό από έναν κάτοικο του Μαρακάιμπο (Maracaibo), στη Βενεζουέλα.

Οι ρίζες των ιθαγενών γλωσσών της Αμερικής κατανέμονται ανάμεσα σε εθνικές ομάδες της Ωκεανίας, αλλά και σε λαούς της Σινο-θιβετανικής και της Ουραλοαλταϊκής ομογλωσσίας. Μεγάλη ποικιλία διαλέκτων χαρακτηρίζει τις μεγάλες γλώσσες των Αμερινδών. Από τον 19ο αι., έχει μεταφραστεί η Βίβλος του Χριστιανισμού σε διάφορες γλώσσες των ιθαγενών της Αμερικανικής ηπείρου, κι έχουν γραφτεί γραμματικές και λεξικά αυτών των γλωσσών, αλλά η πρωτοβάθμια παιδεία σε αυτές τις χώρες εξακολουθεί να είναι προβληματική, τόσο για τους ινδιάνους, όσο και για τους κρεολούς. Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες κοινότητες ιθαγενών του Μεξικού, πραγματοποιείται ένας ετήσιος διαγωνισμός διηγήματος, με του οποίου τα βραβεία χρηματοδοτείται η τοπική εκπαίδευση.

Θεωρώντας ως δεδομένο το γεγονός ότι μία γλώσσα εκφράζει μία νοοτροπία, είναι θλιβερό το ότι υπάρχουν γλώσσες απειλούμενες από εξαφάνιση, ή άλλες που είναι ήδη νεκρές, όπως η ταΐνο που προαναφέραμε, από την οποία σήμερα μένουν μόνο λίγες μελωδικές λέξεις: Cubagua, Habaguanex, Guanajatebey, Camagüey, Siboney, Guanajay, Demajagua, Yaguajay, bohío, Cabaiguán, Jiguani, Guantánamo. Ανάμεσά τους διακρίνουμε τοπωνύμια και τραγούδια της Κούβας…

Σε πολλές κοινωνίες υπάρχουν μυστικές γλώσσες, δηλαδή γλωσσικά ιδιώματα που χρησιμοποιούσαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις ή συντεχνίες, όπως οι Κ’όλλιας (qholla) –οι οι πρακτικοί γιατροί με τα βότανα από τα Βολιβιανά υψίπεδα των Άνδεων. Άλλο παράδειγμα μυστικής γλώσσας είναι το ιερό λεξιλόγιο νιε’ε ποράν (ñe’e porã) των Γουαρανί, στην Παραγουάη, για τη διάδοση των θρησκευτικών παραδόσεων, ή για να μην μπορούν τα πνεύματα που προστατεύουν τα ζώα να καταλάβουν ότι οι άντρες της φυλής πρόκειται να βγουν για κυνήγι. Αυτό θα μπορούσε να συγκριθεί με το ιαπωνικό φαινόμενο kei-go ( 敬語 ), σύμφωνα με το οποίο καλούμε με διαφορετικό τρόπο κάποιον ή κάτι, ανάλογα με την κοινωνικό-οικονομική του θέση, την ιεροσύνη, ή ακόμη και τη σπουδαιότητα ενός άψυχου αντικειμένου. Ας πάρουμε για παράδειγμα την προσωπική αντωνυμία «εγώ» -στα ιαπωνικά: 私 (wata[ku]shi) [στον τύπο ευγενείας], η οποία μπορεί και να ειπωθεί: 僕 (boku) σε αρσενική, μορφή, ή και: あたし (atashi) μεταξύ γυναικών, ενώ στον πληθυντικό αλλάζει σε: 私たち (wata[ku]shitachi), ή 俺 (oré), λέξη που συμπίπτει με την αντωνυμία «εμείς» στη γλώσσα των Γουαρανί της Παραγουάης, και αποτελεί ένδειξη (όχι απόδειξη) της κοινής μαλαιοπολυνησιακής προέλευσης αυτών των γλωσσών. Σε αυτό το σημείο αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η γλώσσα γουαρανί διαθέτει -όπως και η ιαπωνική-δύο αντωνυμικούς τύπους για την έννοια «εμείς»: ñandé, ως περιεκτικό (inclusivo, αναφερόμενο σε όλους τους ανθρώπους) και oré ως exclusivo ή αποκλειστικό ή επιλεκτικό –που αναφέρεται, δηλαδή, μόνο στα μέλη της φυλής.

Είναι σημαντικό, για όσους ενδιαφέρονται για τις γλώσσες των ιθαγενών, να γνωρίζουν πώς λειτουργεί η σύνταξη αυτών των γλωσσών που καταχωρούνται ως συμφυρματικές ή συγκολλητικές, επειδή σχηματίζουν έννοιες με συλλαβές οι οποίες συντάσσονται στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος της ρίζας κάθε λέξης. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Σωτηρίου, η σύγχρονη γλωσσολογία διαπίστωσε ότι η λέξη δεν αποτελεί με απόλυτη συνέπεια την ελάχιστη μονάδα της γλώσσας και επιπλέον παρουσιάζει δυσκολίες στην ταξινόμηση. […] Μία νέα μονάδα, το μόρφημα, αποτελεί το μικρότερο στοιχείο του μορφολογικού επιπέδου, δηλ. του επιπέδου άρθρωσης πρώτου βαθμού, που έχει μία σημασία και μία φωνητική μορφή. […] Τα άρθρα, οι ρίζες, οι καταλήξεις, οι ρηματικές αυξήσεις, τα προσφύματα, οι προθέσεις, κ.α., συνιστούν μορφήματα. Το μόρφημα δείχνει τη λειτουργία και τη συμμετοχή της λέξης στην παραδειγματική ένταξη, ενώ από τη συνταγματική άποψη αποτελεί την ελάχιστη μονάδα της συντακτικής ανάλυσης. Βοηθάει στη μορφολογική ανάλυση και στη σύγκριση των τύπων γλώσσας (αναλυτική, συγκολλητική κλπ.), ενώ παράλληλα προσφέρει απλούστερα μοντέλα για τη γλώσσα. Γενικά, αποτελεί μονάδα με τρεις όψεις: 1) φωνητική μορφή, 2) σημασία, 3) συντακτικό ρόλο- και αναπτύσσει τη μορφολογική ανάλυση κατά τρεις διαστάσεις: 1) την ταυτοποίηση, 2) την ταξινόμηση, 3) την κατανομή των μορφημάτων. Τα μορφήματα διαιρούνται: 1) στα λεξήματα, που έχουν λεξικογραφική αξία, συνιστούν τη ρίζα της λέξης και συναντώνται στο λεξικό, 2) στα γραμματικά μορφήματα, που έχουν γραμματική αξία και προσδιορίζουν τις γραμματικές κατηγορίες και την παραγωγή. Άλλη διαίρεσή τους είναι σε 1) εξαρτημένα και 2) ανεξάρτητα μορφήματα. […] Επιπλέον, για κάθε γλώσσα, ο κατάλογος των μορφημάτων είναι ανοικτός και η γλώσσα μπορεί να παράγει οσαδήποτε. […] Ανάμεσα στα γραμματικά μορφήματα και στα λεξήματα υπάρχουν διαφορές. Τα πρώτα έχουν περιορισμό στον αριθμό, ενώ τα λεξήματα είναι απεριόριστα. Οι λέξεις που σχηματίζονται από συνδυασμούς αυτών των δύο, είναι ομοίως απεριόριστες. […] Τα γραμματικά μορφήματα συνιστούν ενδιάμεσο επίπεδο οργάνωσης. […] Η μικρότερη μονάδα σημαινόντων στο επίπεδο άρθρωσης δεύτερου βαθμού, δηλ. το μικρότερο φωνητικό στοιχείο της γλώσσας ονομάζεται φώνημα. Το ίδιο το φώνημα δεν είναι φορέας σημασίας, η μεταβολή του όμως προκαλεί μεταβολή της σημασίας: «χέλι» / «χέρι». Είναι μονάδα ανάλυσης ψηφιακού κώδικα και το μελετάει η φωνολογία. […] Τα μορφήματα κυρίως, μαζί με το κλειστό σύστημα φωνημάτων, προσφέρουν τη δομικο-συστηματική συνοχή στη γλώσσα. […] Στην τουρκική, τα λεξήματα και τα γραμματικά μορφήματα μπορούν να αλλάζουν μεταξύ τους θέση, ενώ στην κινεζική είναι χωριστές λέξεις. […] Κατά τον Bloomfield, τα εξαρτημένα μορφήματα δεν συναντώνται ποτέ μόνα τους, και χαρακτηρίζονται ως μορφήματα της λέξης, σε αντίθεση με τα ανεξάρτητα, που χαρακτηρίζονται ως μορφήματα της πρότασης. […]

Στον προ-ινκαϊκό πολιτισμό των Αϋμάρα (Aymara) Βολιβίας υπάρχει ένα ρήμα εντυπωσιακού μεγέθους, που προφέρεται: awatkipasipxañanakasataq, και σημαίνει: «να προσέχουμε για να διατηρούμε την ενότητά μας, δηλαδή να κρατάμε τις αξίες των προγόνων μας στην ιδιοσυγκρασία μας και να τις μεταδίδουμε στις νεότερες γενιές του πολιτισμού Αϋμαρά».

Οι ιθαγενείς γλώσσες έχουν καταλάβει ένα μικρό χώρο στην εκπαίδευση, την πολιτική και τα ΜΜΕ. Είναι, όμως, γλώσσες κοινωνικά υποβαθμισμένες. Η οικονομικά ισχυρή τάξη της μειονότητας των λευκών χρησιμοποιεί αποκλειστικά τα ισπανικά. Έτσι, οι εγγράμματοι ιθαγενείς, που αποτελούν μόλις το 30% της κοινότητάς τους, ξέρουν να γράφουν ισπανικά. Οι ινδιάνικες γλώσσες γράφονται ακόμη με τα διεθνή φωνητικά σύμβολα. Τη δεκαετία του 1980, ήταν δύσκολο να πείσει κάποιος έναν Λατινοαμερικάνο ότι είχε και ινδιάνικο αίμα. Σήμερα, πλέον, υπάρχουν δύο τάσεις ιθαγενοφιλίας:

  1. η υπερεθνικιστική
  2. η τουριστική εκμετάλλευση.

Η πρώτη υπαγορεύει μία αμιγή εθνική συνείδηση, ενώ η δεύτερη προσπαθεί να στηρίξει οικονομικά τις κοινότητες. Και οι δύο, πάντως, βασίζονται σε προσωπικότητες όπως ο φύλαρχος Γουαϋκάυπούρο (Guaykaypuro, 16ος αι. μ.Χ.) των Καράκας (caracas) –της φυλής που έδωσε το όνομά της στην πρωτεύουσα της Βενεζουέλας-, ο επαναστάτης Τούπαχ Αμάρου (José Gabriel Kunturkanki Tupaq Amaru II, 1742-1781) από το Περού, ή η κάτοχος του Νομπέλ Ειρήνης (1998) Ριγομπέρτα Μεντσού (Rigoberta Menchú) από τη Γουατεμάλα.

Είναι αυτονόητο το γεγονός ότι μία γλώσσα αποτελεί μία νοοτροπία. Μιλάμε, λοιπόν, όπως σκεφτόμαστε. Στις ευρωπαϊκές γλώσσες ισχύει η σύνταξη Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο, ενώ σε ορισμένες ασιατικές -όπως στην Τουρκική και στην Ιαπωνική, τα στοιχεία συντάσσονται ανάποδα, σαν ιδωμένα σε έναν καθρέφτη: Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα. (Ας αναλογιστούμε πώς μιλούσε η Κωνσταντινουπολίτισσα Λωξάνδρα στο βιβλίο της Μαρίας Ιορδανίδου.) Το ίδιο ισχύει και στη γλώσσα των Ίνκας. Ο Δεμέτριο Τούπακ Γιουπάνκι (Demetrio Tupac Yupanqui), στο βιβλίο του Runasimiq Yachaywasi (Περού, 1950), μας δίνει ένα στοιχείο της ιθαγενούς νοοτροπίας, μέσω της γραμματικής. Λέει ότι στη γλώσσα κέτσουα –που έγινε διεθνής στην περιοχή των Άνδεων, επειδή μπορεί να εκφράσει ακόμη και τις λεπτότερες σκέψεις, όπως λίγες γλώσσες μπορούν να κάνουν- τα ρήματα έχουν τύπο στιγμιαίο αλλά και διαρκείας, μόνο στην καταφατική τους μορφή, ενώ στην αρνητική περιορίζονται στο στιγμιαίο. Π.χ.: takini = τραγουδώ γενικά, yo canto (στα ισπανικά), I sing (στα αγγλικά). Takishani = τραγουδώ τώρα, yo estoy cantando (στα ισπανικά) και I am singing (στα αγγλικά). Manan takinichu = δεν τραγουδώ, είτε γενικά, είτε τώρα, yo no canto, yo no estoy cantando (στα ισπανικά), I do not sing, I am not singing (στα αγγλικά). Όλα μαζί σε έναν αρνητικό τύπο. Δεν υπάρχει ο τύπος manan takishanichu. Κι αυτό βασίζεται στη νοοτροπία αυτού του λαού (κάθε γλώσσα, άλλωστε, αποτελεί την έκφραση μίας πολιτισμικής νοοτροπίας), στη φιλοσοφία τους, θα ήταν προτιμότερο να πούμε, η οποία συνάδει με την αριστοτελική, και υπαγορεύει ότι το μη ον δεν υφίσταται, ούτε ως προς τον τόπο ούτε ως προς το χρόνο˙ είναι απουσία κυριότητας ή πράξης. Εάν υπάρξει άρνηση, τότε παύει να υφίσταται η πραγματικότητα ή η αλήθεια. Και επειδή το ρήμα εἰμὶ (είμαι, υπάρχω, γίνομαι, είμαι παρών, υφίσταμαι), estar στα ισπανικά, to be στα αγγλικά, και kay ή και –sha- στη γλώσσα των Quechua, σχηματίζει τον ενεστώτα διαρκείας, εκλείπει από την άρνηση.

Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι μάταιο να εκφράζουμε ευχές για ένα «μέλλον εποικοδομητικό» και άλλες τέτοιες υποκρισίες, που συνήθως ακούγονται σε παρόμοιες περιστάσεις γλωσσών και πολιτισμών που χάνονται. Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι ούτε και οι γλώσσες που έχουν υποστεί λιγότερη κακοποίηση από κατακτητές -όπως η ελληνική- δεν έχουν καταφέρει να διατηρήσουν τη σοφία τους. Και αυτό, λόγω της επιβολής ενός «προλεταριάτου των ημιμαθών της επιφανειακής υποκουλτούρας», που συναντούμε καθημερινά στις οθόνες της τηλεόρασης, του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων που μας έχουν επιβάλλει για να κατορθώσουν τελικά το αντίθετο από αυτό που ανακοινώνουν στις διαφημίσεις: να εγκλωβιστούμε σε έναν κόσμο αγωνιώδη, που ούτε καν μπορούμε να εκφράσουμε, γιατί πάσχουμε από μία κοινωνική ασθένεια που λέγεται λεξιπενία, δηλαδή λεξιλογική φτώχεια. Δυστυχώς, έχει εκπληρωθεί εκείνος ο μελαγχολικός στίχος των Ίνκας που λέει:

«Qanma kashanki llaki t’ika hina;
mana qhikiy sapiykikipis ratayta atinkichu.»


«Θλιμμένη είσαι τώρα, σα λουλούδι μαραμένο,
που ούτε στις ίδιες σου τις ρίζες πια δεν μπορείς να στηριχτείς.»


Ηλίας Ταμπουράκης, Καθηγητής Ισπανικής & Πορτογαλικής Γλώσσας & Πολιτισμού
κιν. 6951614346, email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.