Πήγα σ' έναν γάμο πρόσφατα και είχα μια συζήτηση με κάτι δημοσιογράφους που πρόσφατα είχαν γυρίσει από τη Βαρκελώνη. Η πόλη τούς γοήτευσε, όπως άλλωστε και τους περισσότερους επισκέπτες της. Ένας από τους λόγους που η Βαρκελώνη σαγηνεύει είναι ότι αποτελεί περίπτωση πολύ πετυχημένης πολεοδομικής αναγέννησης, με αφορμή τους Ολυμπιακούς του 1992.

Ένας δεύτερος λόγος που η Βαρκελώνη αποπνέει αέρα μοναδικού δυναμισμού και ζωντάνιας είναι, κατά τη γνώμη μου, και η περηφάνια και το καμάρι των κατοίκων της για την πόλη τους. Οι βαρκελωνέζοι (ή βαρκελωνίτες ή βαρκελώνιοι - δεν ξέρω: τα εθνωνύμια και τα σχετικά επίθετα είναι από τα πιο δύσκολα στοιχεία στη μορφολογία μιας γλώσσας) συγκαταλέγονται οι ίδιοι ανάμεσα στα αξιοθέατα της πόλης τους, στην οποία δίνουν τη ζωντάνια και το χαρακτήρα της.

Η καταλανική διγλωσσία

Γιατί τα λέω όλα αυτά. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης (ενώ περιμέναμε την άφιξη της νύφης και του γαμπρού και - κατά το ελληνικό έθος - του φαγητού), συζητήθηκε και το θέμα της διγλωσσίας στην περιφέρεια της Καταλωνίας, της οποίας είναι πρωτεύουσα η Βαρκελώνη. Στην πόλη όλες οι δημόσιες επιγραφές (στο μετρό, στο αεροδρόμιο, στις πινακίδες 'εκτελούνται έργα' κτλ.) είναι στα καταλανικά και, προαιρετικά, και στα ισπανικά. Αυτή είναι μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη: τα καταλανικά χειραφετήθηκαν σταδιακά μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, αφού επί δικτατορίας Φράνκο είχαν χαρακτηριστεί 'διάλεκτος της ισπανικής' - κι ας είχαν πλούσια καλλιέργεια και γραπτή παράδοση παράλληλα με τα καστιλιάνικα (τα ισπανικά δηλαδή) και ανεξάρτητα από αυτά ήδη από το Μεσαίωνα. Γενικά, η χρήση των καταλανικών είχε υποστεί γενικευμένη καταστολή, αυστηρούς περιορισμούς μέχρι και διωγμούς.

Γλώσσες και ταυτότητες

Οι Έλληνες δημοσιογράφοι που μόλις είχαν επισκεφτεί την πόλη απέδωσαν τη γενικευμένη διγλωσσία στη Βαρκελώνη σε "μεγάλο μίσος μεταξύ Καταλανών και Ισπανών": θεώρησαν ότι, προφανώς, οι Καταλανοί μισούν τόσο πολύ τους Ισπανούς, ώστε δε θέλουν να μιλήσουν τη γλώσσα τους και τα λοιπά. Η εκτίμηση αυτή είναι μάλλον λανθασμένη και μάλλον αφορμάται από τη διάθεση πολλών δημοσιογράφων να διαγιγνώσκουν παντού κρίσεις και συγκρίσεις (και να μένουν εκεί). Αφετέρου, είναι γνωστή η ελληνική καχυποψία απέναντι στην πολυγλωσσία και η διαδεδομένη αντίληψη ότι οι γλωσσικές και άλλες ταυτότητες είναι μονοσήμαντες: κάποιος μπορεί ή οφείλει να είναι ή Καταλανός ή Ισπανός, ή Σκωτσέζος ή Βρετανός, ή Εβραίος ή Έλληνας... και τα λοιπά.

Βεβαίως η εμπειρία άλλα δείχνει και πολλοί από εμάς έχουμε πολλαπλές ταυτότητες. Ένα σχετικό ανώδυνο παράδειγμα: πάρα πολλοί Κρητικοί θα σας έλεγαν ότι είναι πρώτα Κρητικοί και μετά Έλληνες, ή κάτι τέτοιο: το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Φυσικά, ενυπάρχει ένα στοιχείο σύγκρουσης στην υπόθεση των γλωσσικών πολιτικών στην Καταλωνία. Ειδικά στη Βαρκελώνη, ο πληθυσμός αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από μη-καταλανόφωνους, οι οποίοι δικαιολογημένα δεν θα επιθυμούσαν να εξαφανιστεί πλήρως η ισπανική γλώσσα από τη δημόσια σφαίρα. Το θέμα δεν είναι αν μπορούν οι ισπανόφωνοι να κουτσοκαταλάβουν τις μονόγλωσσες επιγραφές στα καταλανικά - σαφώς και μπορούν. Το θέμα, όπως και στην περίπτωση της ανάδυσης της καταλανικής στη δημόσια σφαίρα τα τελευταία 30 χρόνια, είναι κατά πόσον μπορώ να αισθανθώ σαν στο σπίτι μου και περηφάνια για την πόλη, την περιφέρεια και τη χώρα όπου ζω, όταν η γλώσσα μου, γλώσσα η οποία δεν κατέφθασε μια ή δυο γενιές πριν, είναι αόρατη ή και υπό διωγμό.

Τα διδάγματα για την Ελλάδα (στον βαθμό που έχουν επιζήσει μειονοτικές γλώσσες) και για την επίσημα δίγλωσση Κύπρο είναι πολλά και κρίσιμα. Νομίζω επίσης ότι είναι και ξεκάθαρο ποια είναι. Δε θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, άλλωστε αυτές (θα έπρεπε να) είναι μέριμνα των πολιτικών και θέμα δημόσιου διαλόγου. Απλώς επισημαίνω ξανά ότι είναι δύσκολο να αισθανθείς ότι ανήκεις σε έναν τόπο όταν ο τόπος αυτός (όποια κι αν είναι η διοικητική και πολιτική του υπόσταση) δεν κατοχυρώνει κάποια βασικά γλωσσικά δικαιώματα: η αφοσίωση σε έναν τόπο και η περηφάνια γι' αυτόν περνάει και από την αποδοχή της γλώσσας μου. Και φυσικά δε χρειάζεται να φτάσουμε στις δίγλωσσες επιγραφές, όπως στη Βαρκελώνη. Τουλάχιστον όχι παντού.

Ευθ. Φοίβος Παναγιωτίδης, επ. καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου
Πηγή: ΠΟΛΙΤΗΣ