Ο καταλανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας (Βαρκελώνη 1948), έχει γίνει τα τελευταία χρόνια γνωστός και στην Ελλάδα, χάρη στις μεταφράσεις αρκετών έργων του. Στο κείμενο που ακολουθεί εκθέτει ο ίδιος κάποιες απόψεις του περί γραφής, όπως κατατέθηκαν στο «Autodafé» επίσημο όργανο του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων.

Συχνά υποχρεώθηκα ν’ απαντήσω στην ερώτηση: «γιατί γράφετε;».

Στην αρχή, όταν ήμουν πολύ νέος και συνεσταλμένος, επαναλάμβανα την σύντομη απάντηση που έδινε ο Αντρέ Ζιντ, κι έλεγα: «γράφω για να με διαβάζουν».

Αν πράγματι αληθεύει ότι γράφω για να με διαβάζουν, με τον καιρό έμαθα να συμπληρώνω την απάντησή μου. Σήμερα, όταν μου θέτουν αυτή την ανεκδιήγητη ερώτηση, εξηγώ ότι έγινα συγγραφέας, επειδή 1ον) ήθελα να είμαι ελεύθερος, δεν είχα διάθεση να πηγαίνω κάθε μέρα σ΄ένα γραφείο, και 2ον) διότι είχα δει τον Μαστρογιάννι στη Νύχτα του Αντονιόνι. Στην ταινία αυτή –που προβλήθηκε στην Βαρκελώνη ότι ήμουν δεκαέξι ετών-, ο Μαστρογιάννι ήταν συγγραφέας και είχε μία υπέροχη γυναίκα (που δεν ήταν άλλη από την Ζαν Μορώ). Αυτά ήταν τα δύο πράγματα στα οποία απέβλεπα περισσότερο: να είμαι και να έχω.

Το να παντρευτεί κανείς τη Ζαν Μορώ δεν είναι καθόλου εύκολο, όχι περισσότερο από το να γίνει αληθινός συγγραφέας. Τον καιρό εκείνο, έλεγα αόριστα ότι και τα δύο δεν ήταν απλά, αγνοούσα όμως μέχρι ποιου σημείου ήταν δύσκολα –ιδίως το να είσαι συγγραφέας.

Είχα δει τη Νύχτα και είχα αρχίσει να λατρεύω τη δημόσια εικόνα αυτών των όντων που αποκαλούμε συγγραφείς. Στην αρχή, αγαπούσα τον Μπορίς Βιάν, τον Αλμπέρ Καμύ, τον Φράνσις Σκοττ Φιτζέραλντ και τον Αντρέ Μαλρώ. Επειδή όλοι τους ήταν φωτογενείς και όχι για όσα είχαν γράψει. Όταν ο πατέρας μου με ρώτησε τι σπουδές ήθελα να κάνω –η κρυφή του επιθυμία ήταν να γίνω δικηγόρος- του απάντησα ότι είχα την πρόθεση να γίνω σαν τον Μαλρώ. Θυμάμαι το έκπληκτο πρόσωπό του κι επίσης εκείνο που μου είπε: «το να είσαι Μαλρώ δεν είναι επάγγελμα, δεν το σπουδάζεις στο Πανεπιστήμιο».

Σήμερα ξέρω πολύ καλά γιατί ήθελα να είμαι σαν τον Μαλρώ. Διότι αυτός ο συγγραφέας, εκτός του ότι ήταν ένας έμπειρος άνθρωπος, είχε χτίσει έναν μύθο τυχοδιώκτη και ατόμου που δεν «μάλλωσε» με τη ζωή, αυτή τη ζωή η οποία για μένα ήταν μπροστά μου και δεν ήθελα να την απαρνηθώ. Αυτό που αγνοούσα τότε, ήταν ότι για να είσαι συγγραφέας έπρεπε να γράφεις, κι επιπλέον, να γράφεις έχοντας ως ελάχιστη απαίτηση να το πράττεις πολύ καλά, επομένως να οπλίζεσαι με θάρρος και κυρίως με μια απέραντη υπομονή, αυτή την υπομονή που ο Όσκαρ Ουάϊλντ ήξερε να περιγράφει τόσο καλά: «πέρασα όλο το πρωϊνό διορθώνοντας τα δοκίμια ενός ποιήματός μου και κατήργησα ένα κόμμα. Το απόγευμα, το προσέθεσα ξανά».

Όλα αυτά τα εξήγησε πολύ καλά ο Τρούμαν Καπότε στον διάσημο πρόλογο του έργου Μουσική για χαμαιλέοντες όταν είπε ότι ξεκίνησε κάποια μέρα να γράφει χωρίς να ξέρει ότι δενόταν εφ’ όρου ζωής μ’ έναν ευγενή αλλά αδυσώπητο αφέντη: «Στην αρχή ήταν πολύ διασκεδαστικό. Έπαψε να είναι μόλις διαπίστωσα πόσο διαφορετικό ήταν το να γράφεις καλά από το να γράφεις άσχημα. Έπειτα, έκανα μία επιπλέον ανακάλυψη, ακόμη πιο αγχωτική: τη λεπτή γραμμή που χώριζε την καλή γραφή από την αληθινή τέχνη… Είναι ανεπαίσθητη αλλά βίαιη».

Την εποχή εκείνη λοιπόν, αγνοούσα ότι για να γίνεις συγγραφέας έπρεπε να γράφεις σεβόμενος μία ελάχιστη προϋπόθεση, το να γράφεις καλά. Όμως αυτό που αγνοούσα παντελώς, ήταν ότι αν ήθελες πραγματικά να γράψεις, έπρεπε ν΄απαρνηθείς σημαντικές πλευρές της ζωής. Αγνοούσα παντελώς ότι το να γράφεις, για την πλειονότητα των συγγραφέων, σημαίνει το να είσαι μέλος μιας οικογένειας από τυφλοπόντικες που ζουν σε εσωτερικές στοές όπου δουλεύουν νυχθημερόν. Αγνοούσα παντελώς ότι θα κατέληγα να γίνω συγγραφέας, αλλά θα απείχα παρασάγγας από ένα πρόσωπο σαν τον Μαλρώ, εφόσον, εάν με περίμεναν περιπέτειες, αυτές θα ήταν περισσότερο από την πλευρά της λογοτεχνίας, παρά της ζωής.

Όμως το να γράφεις, αξίζει τον κόπο, δεν γνωρίζω τίποτα πιο ελκυστικό, αν και πρόκειται συγχρόνως για μια τέρψη για την οποία πρέπει να καταβάλλεις ένα ορισμένο τίμημα. Πρόκειται, όντως, για τέρψη και –όπως έλεγε ο Ντανίλο Κις- για εξύψωση. «Η λογοτεχνία είναι εξύψωση. Και όχι Θεός φυλάξοι, έμπνευση. Εξύψωση. Αποκάλυψη κατά τον τρόπο του Τζόυς. Είναι η στιγμή όπου, παρ’ όλη τη μηδαμινότητα του ανθρώπου και της ζωής, υπάρχουν ωστόσο μερικές προνομιακές στιγμές, τις οποίες πρέπει να εκμεταλλευτούμε. Δώρο του Θεού ή του Διαβόλου, δεν έχει σημασία, πάντως υπέρτατο δώρο.»

Σήμερα που γινόμαστε μάρτυρες της ανάπτυξης ενός νέου ισπανικού μυθοστορήματος, υπάρχουν ανάμεσά μας δύο κατηγορίες νέων συγγραφέων που κάνουν το ξεκίνημά τους: από την μία πλευρά, όσοι δεν αγνοούν ότι πρόκειται για ένα σκληρό επάγγελμα που απαιτεί μεγάλη υπομονή, ένα επάγγελμα όπου βαδίζεις ψηλαφιστά και αναγκάζεσαι (καθώς έλεγε ο Μισέλ Λεϊρίς) να διακινδυνεύεις τη ζωή σου με τον τρόπο ενός ταυρομάχου. Από την άλλη πλευρά, όσοι θεωρούν την λογοτεχνία σαν μία σταδιοδρομία και θέτουν ως κύριο στόχο τους να κερδίσουν χρήματα και να γίνουν διάσημοι.

Μετάφραση: Ευμορφία Καραμπατάκη