Προχώρησε προς την απιστία με ήσυχη τη συνείδησή της. Για να αποφύγει όπως λέει, τα χειρότερα: την αληθινή προδοσία, δηλαδή, του κειμένου. Το κείμενο είναι ένα από τα πιο ιδιόμορφα στην ιστορία της λογοτεχνίας, ο δον Κιχότε Ντε Λα Μάντσα του Μιγκέλ Ντε Θερβάντες, έργο του ισπανικού 17ου αιώνα, κλασικό πλέον, που αναγνωρίζεται ως ο ακρογωνιαίος λίθος του μοντέρνου μυθιστορήματος. Και η «άπιστη» είναι η καινούργια του μεταφράστρια, η Μελίνα Παναγιωτίδου, που μπήκε στην περιπέτεια να του δώσει μια ζωντάνια που να λειτουργεί στον ελληνικό 21ο αιώνα.

Το στοίχημα ήταν μεγάλο –πόσο μάλλον που οι προηγούμενες μεταφράσεις, του 1964 από τους Κ. Καρθαίο - Ι. Ιατρίδη (Εστία) και του 1994-95 από τον Ηλία Ματθαίου (Εξάντας), διατηρούν το κύρος τους. Ωστόσο, όπως δείχνουν οι πρώτες αντιδράσεις, η πρωτοβουλία των εκδόσεων της Εστίας, πέτυχε τον στόχο της. Ο εξελληνισμένος δον Κιχώτης που ξέραμε, ανέκτησε το όνομά του και έγινε δον Κιχότε, άρχοντας ιππότης της Θλιβερής (και όχι της Ελεεινής) μορφής· και ο «σκουταράτος» Σάντσος έγινε «ασπιδούχος» Σάντσο επειδή εκείνο το αξίωμα είχε εκλείψει το 1605, όταν γράφηκε το πρώτο μέρος του έργου. Η πρόταση της Παναγιωτίδου δεν εξαντλείται όμως σε κάτι τέτοια, αλλά αποτυπώνεται στην επινοητικότητά της, στις ερμηνευτικές - μεταφραστικές λύσεις που δίνει, στον εμπνευσμένο τρόπο με τον οποίο παντρεύει το λαϊκό με το λόγιο στοιχείο του δον Κιχότε, στη γλωσσική σκευή και στη γλωσσική ευελιξία της, αλλά και πάλι όχι μόνον σ΄ αυτά. Ίσως το κυριότερο να είναι η καθαρή της άποψη για τη γραμμή που επέλεξε (σεβασμός στην εθνική / ιστορική ετερότητα του δον Κιχότε ) και η συνέπειά της στην πράξη, σε συνδυασμό με τη μεταφραστική της εντιμότητα. «Το πιο εύκολο θα ήταν να μείνει κανείς πιστός στο γράμμα του κειμένου και να το μεταφράσει με φιλολογική ακρίβεια», μου εξηγούσε, «όμως έτσι θα προέκυπτε ένα ανάγνωσμα αγκυλωμένο». Ταυτόχρονα, μου ξεκαθάριζε ότι οι όποιες «απιστίες» της έγιναν «μετά λόγου» και πάντως δεν πρόδωσαν το νόημα των λέξεων. Από εκεί και πέρα, διάλεξε συνειδητά να χρησιμοποιήσει ένα λεξιλόγιο σύγχρονο μεν, που όμως δεν καταργεί την απόσταση του χρόνου και του τόπου. Κι αυτό επειδή κατά τη γνώμη της- πρόκειται για καθοριστική απόφαση με την οποία δεν συμφωνούν όλοι πρέπει να φαίνεται ότι ο δον Κιχότε ανήκει στο σήμερα αλλά δεν έχει γραφεί σήμερα. Θα βρούμε λοιπόν στις σελίδες του και άγνωστες λέξεις («χασάς»), και μη τρέχουσες («τραβοπάλεμα»), αλλά όχι ιδιωματικές. Θα βρούμε το «μπαταξής» αλλά όχι το «λαμόγιο»...
Oι παροιμίες, που βρίθουν στον λόγο του Σάντσο, ως απόσταγμα λαϊκής σοφίας, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα σπαζοκεφαλιάς που έχει να αντιμετωπίσει κάθε μεταφραστής του δον Κιχότε. Η Παναγιωτίδου έκανε και εδώ μια τολμηρή μεταφραστική επιλογή. Δεν αναζήτησε ανάλογες ελληνικές παροιμίες –κάτι που θα πρόδιδε το επιθυμητό στοιχείο του αλλότριου– αλλά «αποφάσισα να τις πλαστογραφήσω, για να τις πολιτογραφήσω στα ελληνικά». Με άλλα λόγια τις επανεπινόησε καταφεύγοντας στη ρυθμική, ακουστική, λεκτική μεταφορά τους στη γλώσσα μας. Το κέρδος από αυτήν την επιλογή είναι ότι οι παλιές ισπανικές παροιμίες φαίνονται ελληνικές, άρα ενσωματώνονται ζώσες στο ελληνικό κείμενο, και δεν χρειάζονται υποσημειώσεις για να αφομοιωθούν από τον αναγνώστη. Η συγκριτική εξέταση των αποσπασμάτων από το 25οκεφάλαιο στις μεταφράσεις του 1964 και του 2010, είναι χαρακτηριστική. Λέει ο Σάντσος του Καρθαίου: «... Και αν τα ΄χανε φτιαγμένα ή όχι, θε να ΄χουν τώρα δοσμένο λόγο στο Θεό. Εγώ έρχομαι απ΄ τ΄ αμπέλια μου, κι ούτε ξέρω τίποτα. Εγώ δε μ΄ αρέσει να ξετάζω τη ζωή των άλλων· γιατί όποιος ψέματα ψωνίζει, στη σακούλα του τα βρίσκει...». Λέει ο Σάντσο της Παναγιωτίδου: «...Ήτανε δεν ήτανε αγαπητικοί, τώρα θα ΄χουνε δώσει λογαριασμό στο Θεό γι΄ αυτό. Από πίτα που δεν τρώω, τι με μέλει κι αν καεί, κι εξάλλου δε μ΄ αρέσει ν΄ ανακατώνομαι στις ζωές των άλλων, γιατί όποιος ψέματα ψωνίζει στο δισάκι του τα βρίσκει...».
Μεταφραστές με άποψη ερμηνευτική
Οι μεταφραστές είναι κι αυτοί δον Κιχότες, λέει η Μελίνα Παναγιωτίδου (οι υπεύθυνοι μεταφραστές, θα σχολίαζα εγώ), και τους αφιερώνει τη δουλειά της αυτή, πάνω στην οποία βασανιζόταν τριάμισι χρόνια. «Αντιπαλεύουμε το στεγανό του κόσμου, μεταγγίζουμε λέξεις, έννοιες, ιδέες και μετακενωνόμαστε». Αλλά «δεν είμαστε όντα περιορισμένης ευθύνης». Όλοι τους έχουν με άλλα λόγια, ερμηνευτική άποψη. Το ζητούμενο είναι «να μην την αφήνουν να χειραγωγήσει το μετάφρασμά τους». Με σπουδές Νομικής στο ενεργητικό της, με άνεση στα γαλλικά και στα αγγλικά (απ’ όπου επίσης έχει μεταφράσει), αγάπησε με πάθος τα ισπανικά και ξεκίνησε τη διαδρομή της ως μεταφράστρια το 1993 με τίποτα λιγότερο πιο απαιτητικό από ... τα Χαμένα βήματα του Αλέχο Καρπεντιέρ και αργότερα το Κοντσέρτο Μπαρόκ (Εξάντας). Ακολούθησαν έργα του Αμπίλιο Εστέβες, του Αβελάρδο Καστίγιο, του Χοσέ Κάρλος Σομόθα, του Χουάν Μαρσέ, κ.ά. Όλα τα διάλεγε εκείνη, εκτός από τον δον Κιχότε που της προτάθηκε και την έριξε πολύ στα βαθιά. Τώρα μπορεί να σου πει ποιες είναι οι αδυναμίες στο περίφημο επεισόδιο με τον ανεμόμυλο (κεφ. 8), και πόσο πιο σημαντικό νοηματικά και φιλοσοφικά είναι το σαφώς λιγότερο διαβασμένο 2ο μέρος του δον Κιχότε. Αυτό μεταφράζει τώρα, αλλά εξακολουθεί να φοβάται μήπως ο Σάντσο την αποπάρει με την παροιμία που έχει φυλαγμένη για τη γυναίκα του: «Δεν είναι το μέλι το χρυσό για στόματα γαϊδάρων».

Ευχαριστούμε τον Κωνσταντίνο Σφύκα που μας παραχώρησε το άρθρο.

Πηγή: «Βιβλιοδρόμιο ιδέες», εφημερίδα Τα Νέα, Σαβ/κο 6-7 Μαρτίου 2010, σ. 24.