Λ ό ρ κ α: μια μουσική λέξη, είναι το όνομα ενός ποιητή με μουσικούς λυρικούς στίχους. Πόσα δε γράφτηκαν γι΄ αυτόν. Για μένα ο Ανταλουσιάνος ποιητής είναι ένας έκθαμβος άνεμος –όλο πουλιά και φεγγάρια. Τον φαντάζομαι, σα μυθικό έφηβο, να γράφει με μια απέραντη αόρατη γραφίδα τους στίχους του στη χλωμή και υποβλητική σάρκα της σελήνης.

Ο Federico Garcia Lorca γεννήθηκε 5 Ιουνίου του 1898 –τέσσερα χρόνια πριν γεννηθεί ο Μαγιακόφσκι- στο Φοέντε Βακέρος της Γρανάδας. Γιος του κτηματία Φεντερίκο Γκαρθία Ροντίγκεθ και της δασκάλας Βεθέντα Λόρκα Ρομέρο. Τελειώνοντας τη μέση εκπαίδευση γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας για σπουδές φιλοσοφίας, φιλολογίας και Δικαίου. Και στο 1925 παίρνει δίπλωμα νομικής από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Στα 1918, είκοσι χρονών, παρουσιάζεται στα γράμματα με το πρώτο του βιβλίο, ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με τον τίτλο «Εντυπώσεις και Δοκίμια». Τρία χρόνια αργότερα, στα 1921, εκδίδεται στη Μαδρίτη το δεύτερό του βιβλίο και πρώτο ποιητικό, με τον τίτλο «Βιβλία ποιημάτων».

Στην Ελλάδα ποίηση Λόρκα μεταφράζει πρώτος ο Νίκος Καζαντζάκης στο περιοδικό «Κύκλος».

Η ΒΙΩΜΑΤΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ

Ο Λόρκα είναι ερωτευμένος με τα στοιχεία της φύσης, τον ήλιο, τον άνεμο, τα ποτάμια, τα λιόδεντρα και τη μειλίχια υποβολή της σελήνης. Παιδί της ισπανικής υπαίθρου. Τα στοιχεία της περιβάλλουσας αντικειμενικής πραγματικότητας, ποτάμια, λιόδεντρα, φεγγάρια και άνεμοι. Αυτά αντικρίζει η απορούσα άγνοια της παιδικής ψυχής. Αυτά βιώνει. Κάτι γλυκό και τρυφερό και ανάλαφρο διαποτίζει την παιδική ψυχή του στην εξοχή. Κάτι σαν μια αόριστη και ήρεμη ευτυχία ανάμικτη με μιαν απέραντη θλίψη τρυφερή. Και οι παραστάσεις αυτές και τα συνοδά συναισθήματα λίγο λίγο μονιμοποιούνται στην ψυχή του και η ευαισθησία εξειδικεύεται. Και αποβαίνουν βιωματικές υποδοχές ή βιωματικές προσλαμβάνουσες.

Άλλο βίωμα του Λόρκα είναι το βίωμα του θανάτου. Βίωμα κοινό όλων των ανθρώπων.

Υπάρχει και το βίωμα του έρωτα. Η αβυσσαλέα μέθη των αισθήσεων. Ρίχνεται σ΄ αυτήν μ΄ έναν πόθο κουρσάρου. Μας το αποκαλύπτει ο ίδιος: «Όλη μέρα εργάζομαι για την ποίηση μου, με δραστηριότητα εργοστασίου. Έπειτα ορμάω σαν άντρας, σαν γνήσιος ανταλούζος στο όργιο της σάρκας και του γέλιου».

Αυτά τα βιώματα ανακαλεί στη μνήμη του ο Λόρκα και τα μορφοποιεί μπολιασμένα με ταυτόσημες κατηγορίες καινούργια, που λειτουργούν σαν ανακλητήρια των παλαιών. Και όσο εντελέστερα επαναβιώνει το παλιό του βίωμα ο ποιητής, τόσο εντελέστερο μορφικά είναι και το ποίημα. Υπάρχει η άποψη ότι ο οπτικομνημονικός τύπος έχει περισσότερο αναπτυγμένη την ικανότητα επαναβίωσης.

Ο Λόρκα, δυστυχώς, δεν έζησε να βιώσει το φοβερό εμφύλιο και να τον αποδώσει ποιητικά. Όσα δείγματα μας έδωσε ποίησης κοινωνικής διαμαρτυρίας –τα ποιήματα για την Αμερική- είναι ποιήματα υψηλής αισθητικής αποτίμησης.

Όταν είναι αυθεντική η βίωση είναι αυθεντική και η μορφοποίηση. Μπορεί να έχει κανείς αντίρρηση στους στίχους του Γκαίτε:

Ο λόγος σου κανέναν
στην καρδιά του δεν αγγίζει
βαθιά απ΄την καρδιά σου
αν δε βγει.
Φάουστ

Ο ΛΟΡΚΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο Λόρκα δεν είναι απολίτικος ποιητής. Αν και παιδί οικογένειας ευημερούσας και πλούσιας, ο πατέρας μεγαλοκτηματίας, δεν ανήκε μήτε στην αντίδρασα, μήτε στη συντήρηση. Ο Λόρκα ήταν προοδευτικός. Από παιδί αισθανόταν πως είναι στο πλευρό του λαού. Από τις αντικειμενικές τοπικές συνθήκες στο καταγωγικό χωριό του, ερχόταν σε επαφή, παιδί κι αυτός με τα παιδιά των χωρικών. Και αντίκριζε τη λαϊκή φτώχεια και τη λαϊκή αθλιότητα. Και η αθωότητα της παιδικής ευαισθησίας πάσχιζε να την ανακουφίσει. Απ΄ ό, τι υπήρχε στο κελάρι του πατρικού αρχοντικού και απ΄ ό, τι η κουζίνα του έφτιαχνε μοίραζε στα στερημένα χωριατόπουλα, παιδική του παρέα.

«Πολλές φορές όταν βλέπω τι συμβαίνει στον κόσμο αναρωτιέμαι: γιατί γράφω; Και όμως χρειάζεται η δουλειά. Να δουλεύουμε και να βοηθάμε. Να δουλεύουμε έστω κι αν στοχαζόμαστε πως η δουλειά μας είναι μάταιη. Να δουλεύουμε για διαμαρτυρία. Γιατί η εσωτερική μας παρόρμηση θα ήταν κάθε μέρα να κραυγάζουμε στον κόσμο πως είναι γεμάτος αδικίες και κάθε είδους αθλιότητες. Διαμαρτύρομαι, διαμρτύρομαι, διαμαρτύρομαι».

Άλλη φορά σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Σολ» καταδικάζει το αισθητικό δόγμα «η τέχνη για την τέχνη» και διαλαλεί: «Στην δραματική αυτή στιγμή του κόσμου ο καλλιτέχνης πρέπει να κλαίει και να γελάει με το λαό του». Σ΄ ερώτημα του δημοσιογράφου για την «μετά θάνατο ζωή» ανάμεσα στ΄ άλλα είπε: «Θέλω να είμαι καλός. Η ποίηση εξυψώνει. Και όταν είμαι καλός και στο γάιδαρο και στο σοφό πιστεύω πως αν υπάρχει κάτι μετά το θάνατο, θα έχω την χαρούμενη έκπληξη να βρεθώ εκεί. Όμως ο πόνος του ανθρώπου και η αδικία που εξακολουθεί να υπάρχει στον κόσμο μου απαγορεύουν, σαν άνθρωπο γνωστικό και σκεπτόμενο, να μετακομίσω το σπίτι μου στ΄ άστρα!».

Τον Απρίλη του 1936 ο Λόρκα περιπαθής ειρηνόφιλος υπογράφει, με άλλους Ισπανούς συγγραφείς, μανιφέστο για την ειρήνη. Την ποίηση κοινωνικής διαμαρτυρίας του Λόρκα αποτελούν τα ποιήματα για την Αμερική και πολλά θεατρικά του έργα.

Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΡΚΑ

Στο Λόρκα συναντιώνται και σμίγουν σε μια κοινή, μορφοπλαστική συνισταμένη, επιδράσεις του ισπανικού δημοτικού τραγουδιού –βαθειά επηρεασμένου, ως γνωστό από το αραβικό τραγούδι- και αποφασιστικές επιδράσεις του σουρεαλισμού.

Ιδιαίτερα υφολογικά γνωρίσματα της ποιητικής του Λόρκα είναι η παράτολμη γλωσσική συνειρμική, και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας φωτεινής γοητείας, από την προσεγμένη επιλογή της λέξης σαν μουσικού στοιχείου της ηχητικής δομής του λόγου, η οποία αποτελεί σοβαρότατο συντελεστή της αισθητικής του μαγείας. Η λέξη στην ποίησή του δεν είναι μοναχά φορέας σήμανσης. Είναι δομικό στοιχείο της αισθητικής παράστασης του ποιήματος. Και υπάρχουν ποιήματα νοηματικά τόσο δύσβατα, ώστε φτάνουν σε μια νοηματική απροσδιοριστία, χωρίς να παύουν να μας μεταγγίζουν την ποιότητα, τον τόνο και την χροιά της συναισθηματικής διάθεσης του ποιητή. Και γενικά στο ποίημα του Λόρκα λειτουργεί περισσότερο η παράσταση και σήμανση είναι υπαινικτική και γι΄ αυτό υποβλητικότερη ίσως. Τα ποιήματα του Λόρκα είναι όλο μαγεία, σήμα ψυχής προς ψυχή.

του Στάθη Πρωταίου, Ιούνιος 1986
(Φρ.Γκ.Λόρκα, Ποιήματα, Εκδόσεις Νέα Εποχή)