Κριτική και «Κρίση» της Γλώσσας στο Κουτσό του Κορτάσαρ

Από τον Ελευθέριο Μακεδόνα
Πρώτη δημοσίευση: Athens Review of Books, Τεύχος 64 (Ιουλίου-Αυγούστου 2015)

Το άρθρο[2] παρακολουθεί με χρονολογική σειρά την εμφάνιση στον ευρωπαϊκό χώρο των σημαντικότερων ιδεών κριτικού χαρακτήρα απέναντι στη Γλώσσα, από την εποχή της Αναγέννησης μέχρι και την έκρηξη του αυστριακού ρεύματος σκέψης των αρχών τού 20ού αιώνα, που ονομάσθηκε «Sprachkrise» («Κρίση της Γλώσσας»), συσχετίζοντάς τες με αντίστοιχες του αργεντινού συγγραφέα Χούλιο Κορτάσαρ (1914-1984), στο μυθιστόρημά του Rayuela / Το Κουτσό (1963)[3].

1. Novum Organon

Ήδη από την αναγεννησιακή περίοδο –μία εποχή γενικής αισιοδοξίας για την ικανότητα της ανθρώπινης νόησης να κατανοεί και να υπερβαίνει τον Κόσμο– υφέρπει ταυτόχρονα στον ευρωπαϊκό χώρο ένα πιο κριτικό ρεύμα σκέψης, το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση αυτήν την απόλυτη, σχεδόν θρησκευτική πίστη στον ανθρώπινο Λόγο.

Ο πατέρας των Εμπειριστών, Σερ Φράνσις Μπέικον (1561-1626), είναι από τους πρώτους ευρωπαίους στοχαστές που διαισθάνεται το ψεύδος που ενυπάρχει σε όλες τις Μεγάλες Λέξεις[4]: «Ουσία [Essence], Ποιότητα, Δράση, Πάθος, η ίδια η Υπόσταση [Substance], δεν είναι ακριβείς έννοιες. Ακόμη λιγότερο, έννοιες όπως Βαρύς, Ελαφρύς, Πυκνός, Σπάνιος, Υγρός, Γενεά, Διαφθορά, Έλξη, Απώθηση, Στοιχείο, Ύλη, Μορφή και οι συναφείς. Αλλά όλες τους είναι φανταστικές και λανθασμένα ορισμένες»[5].

Ο μεταγενέστερός του, επίσης Εμπειριστής και μεγάλος θαυμαστής του, Τζον Λοκ (1632-1704), θα ονομάσει έννοιες σαν τις παραπάνω, «μικτές διαθέσεις» («mixed modes»), ή αλλιώς, λέξεις, οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε κανένα αντικείμενο, άμεσα παρατηρήσιμο στον πραγματικό κόσμο, αλλά αντιθέτως, αποτελούν εξ ολοκλήρου ανθρώπινες επινοήσεις, μίας καθαρά κοινωνικού χαρακτήρα χρησιμότητας. Ως τέτοιες, οι «μικτές διαθέσεις» είναι πολύ πιθανό να είναι «προβληματικές, λανθασμένες κι ανεπαρκείς», η πλέον επιρρεπής προς το λάθος κατηγορία λέξεων[6].

Πιστός στις επιταγές τού πιο γνήσιου ευρωπαϊκού Εμπειρισμού, ο Κορτάσαρ, στο Κουτσό, θα αναφερθεί με ειρωνικό τρόπο, στις ίδιες κατά Μπέικον και Λοκ «μεγάλες λέξεις», τις οποίες «τόσο συχνά χρησιμοποιούσαμε σ’ εκείνα τα μέρη, εκείνον τον καιρό» (σ. 53). Σε άλλα σημεία, δεν θα διστάσει να αναφερθεί στη Γλώσσα, ως την «εκπορνευμένη γλώσσα» (σ. 474), η οποία μας «μασκαρεύει την πραγματικότητα», ως την «αντανάκλαση μίας οπτικής κι ενός Οργάνου, ψεύτικων κι ημιτελών» (σ. 470) – απόσπασμα, αυτό το τελευταίο, που δεν αφήνει καμία αμφιβολία για τις διανοητικές οφειλές τού Κορτάσαρ προς τον Μπέικον και τους Εμπειριστές[7].

2. Γλώσσα = Σκέψη: ο «Αντι-Διαφωτισμός»

Ο εντοπισμός τού θεμελιώδους λάθους τής Γλώσσας σ’ αυτό που ο Μπέικον αποκάλεσε “idola fori” κι ο Λοκ “mixed modes”, κρυσταλλώνεται –ή συνεχίζει να αναδιατυπώνεται– κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, από ορισμένους αιρετικούς διανοητές, στο πλαίσιο του αποκαλούμενου σήμερα κινήματος του «Αντι-Διαφωτισμού», με κυριότερη ίσως φωνή, αυτήν του Γιόχαν Γκέοργκ Χάμαν (1730-1788).

Ο Χάμαν θα ισχυρισθεί, ότι «Γλώσσα και σκέψη είναι ένα και το αυτό. [...] Δεν υπάρχει μη-συμβολική γλώσσα ή σκέψη»[8]. Λέξεις, ιδέες και σκέψη στην πραγματικότητα ταυτίζονται κι αποτελούν απλά σύμβολα κι όχι αυτόνομες, υπαρκτές οντότητες, όπως τείνουμε να πιστεύουμε. Στον μηχανισμό της ανθρώπινης σκέψης και, κατ’ επέκταση, της Γλώσσας, φαίνεται πως ενυπάρχει μία εγγενής τάση διάσπασης «των χαρακτηριστικών μίας και μοναδικής εμπειρίας σε χωριστές οντότητες – το θανάσιμο δόγμα του Καρτέσιου, ο οποίος μίλησε για νου και σώμα, σκέψη και το αντικείμενό της, ύλη και πνεύμα, σαν να επρόκειτο για ανεξάρτητες οντότητες», διαπιστώνει ο Χάμαν[9], μηχανισμός ο οποίος στην πιο ακραία εκδήλωσή του μας οδηγεί «στην επινόηση φανταστικών, αφηρημένων αντικειμένων ή εξιδανικευμένων οντοτήτων – στη μετατροπή τής πραγματικότητας σε μία συλλογή τεχνητών κατασκευών».[10]

Ο θεμελιώδης αυτός διασπαστικός μηχανισμός είναι υπεύθυνος για τη μανία ταξινόμησης και κατάταξης που χαρακτήρισε την επιστημονική σκέψη τού Δυτικού κόσμου, από τον Διαφωτισμό και μετά. Αυτός ευθύνεται και για τον εκτροχιασμό κάθε μεγαλόπνοης Μεταφυσικής θεωρίας τού σύγχρονου (δυτικού) ανθρώπου[11].

Κι ο Κορτάσαρ, στο Κουτσό, στον ίδιο ακριβώς μηχανισμό δυαδικότητας και διάσπασης σε φανταστικές «οντότητες» δικής μας επινόησης αναφέρεται, όταν γράφει: «Η γλώσσα, ακριβώς όπως κι η σκέψη, κατάγεται από τη δυαδική, αριθμητική λειτουργία του εγκεφάλου μας. Ταξινομούμε την πραγματικότητα με ναι και όχι, με αρνητικό και θετικό. [...] Το μόνο πράγμα που αποδεικνύει η γλώσσα μου, είναι η βραδύτητα ενός κοσμικού οράματος, η οποία περιορίζεται στο δυαδικό (σ. 440).

Όσο για το ποιον θεωρεί ο Κορτάσαρ τον ηθικό αυτουργό τού τερατώδους αυτού γλωσσικού εκτροχιασμού, είναι σαφές ότι ταυτίζεται με την εκτίμηση του Χάμαν: «Ε, Καρτέσιε, γερο-γαμημένε» (σ. 92).

3. Η εκμηδένιση του αντικειμένου

Κάθε διαδικασία εκφώνησης φαίνεται πως συνοδεύεται από μία ταυτόχρονη, δραστική εκτόπιση του περιγραφόμενου πράγματος, από το νοητό. Ιδέα που –παραδόξως– συναντούμε και σε έναν από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους τοy ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (1749-1832): «Κι όμως, πόσο δύσκολο είναι το ν’ αποφύγουμε την υποκατάσταση του πράγματος από το σημείο· πόσο δύσκολο το να διατηρήσουμε ζωντανή, ενώπιόν μας, τη θεμελιώδη ουσία και να μην τη σκοτώσουμε με τη λέξη»[12].

Στο ίδιο πνεύμα, ο προγενέστερός του Τζον Λοκ έχει ήδη αναγνωρίσει ως μία από τις βασικές καταχρήσεις των Λέξεων το ότι τις συγχέουμε με τα πράγματα που αυτές περιγράφουν·[13] ενώ αργότερα, εντός του 20ού αιώνα, ο πολωνικής καταγωγής ιδρυτής του κλάδου τής Γενικής Σημαντικής (General Semantics), Άλφρεντ Κορζίμπσκι (1879-1950), θα διατυπώσει την ίδια αυτή εκτόπιση, με την περίφημη φράση του: «Ένας χάρτης δεν είναι η επικράτεια την οποία απεικονίζει»·[14] κι ο Τζίντου Κρισναμούρτι (1895-1986), με την εξίσου πασίγνωστη φράση του: «Η λέξη δεν είναι το πράγμα»[15].

Ενόραση –ή καλύτερα, καχυποψία– την οποία μοιράζεται κι ο ίδιος ο Κορτάσαρ, όταν μας παραινεί στο Κουτσό: «Ας διακρίνουμε καλύτερα μεταξύ του εκφραστικού στοιχείου –δηλαδή, της γλώσσας αφ’ εαυτής– και του πράγματος που εκφράζεται μέσω της γλώσσας – δηλαδή, της πραγματικότητας που μετατρέπεται σε συνείδηση» (σ. 479). Υπάρχει, σύμφωνα με τον Κορτάσαρ, μία χαώδης διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και Γλώσσας, με αποτέλεσμα, «το βασικό [μας] εργαλείο, ο Λόγος ... [να] είναι η τέλεια απάτη» (σ. 182).

Ιστορικά, όμως, έχει προηγηθεί ο ακραίος αισθητισμός τού Στεφάν Μαλλαρμέ (1842-1898) κι ο εξίσου απόλυτος –σχεδόν μηδενιστικός– γλωσσικός σκεπτικισμός τού Φρίντριχ Νίτσε (1844-1900).

4. «Ο τρόμος του Μαλλαρμέ»

Ο γάλλος συμβολιστής ποιητής Στεφάν Μαλλαρμέ εντόπισε ορθά το παραπάνω φαινόμενο της αναίρεσης του πράγματος από τη λέξη, ωστόσο διέβλεψε σ’ αυτό όχι έναν κίνδυνο ανεπαρκούς κατανόησης του κόσμου, ούτε την εγκαθίδρυση μίας προβληματικής σχέσης μεταξύ ανθρώπου και κόσμου, αλλά, αντιθέτως, μία μεγάλη ευκαιρία: τη γένεση της «καθαρής [ποιητικής] έννοιας»: «Ποια η χρησιμότητα, ωστόσο, της αντιστροφής ενός φυσικού γεγονότος, στην ηχητική σχεδόν-εξαφάνισή του, με βάση το παιχνίδι τής γλώσσας: αν όχι η καθαρή ιδέα; ... Λέω: ένα λουλούδι! Και, μέσα από τη λήθη, στην οποία η φωνή μου έχει εκτοπίσει κάθε περίγραμμα [αντικειμένου] ... αναδύεται, με μουσικό τρόπο, η ίδια η ιδέα, σε όλη της τη γλυκύτηταˑ με άλλα λόγια, αυτό το οποίο είναι απόν από οποιοδήποτε [πραγματικό] μπουκέτο λουλουδιών»[16].

Η γλωσσολογική θέση τού Μαλλαρμέ είναι ευχάριστα επαναστατική, διότι ο ορισμός που αποδίδει στη Λέξη –«η αντιστροφή ενός φυσικού γεγονότος στην ηχητική σχεδόν-εξαφάνισή του»– επρόκειτο να αποτελέσει τη διανοητική βάση επάνω στην οποία θα έχτιζαν, έναν αιώνα σχεδόν αργότερα, τις γλωσσολογικές και ευρύτερα φιλοσοφικές τους τοποθετήσεις μετανεωτερικοί διανοητές, όπως ο γάλλος Μωρίς Μπλανσό (1907-2003). Επεκτείνοντας τη «γλωσσολογική θεωρία» τού Μαλλαρμέ, ειδικά ο τελευταίος, θα γράψει: «... η λέξη έχει νόημα, μόνο εφόσον απαλλαγεί από το αντικείμενο το οποίο ονομάζει· πρέπει να απόσχει από την παρουσία του, ή αλλιώς, τη “συγκεκριμένη υπόμνησή” του. [...] Προκαλεί την εξαφάνιση [του αντικειμένου], το καθιστά απόν, το εκμηδενίζει»[17].

Εκεί ωστόσο που ο Μαλλαρμέ πανηγυρίζει για την ολική υποκατάσταση του αντικειμένου από το μουσικό ή ποιητικό του ανάλογο –τη Λέξη–, εγκαθιδρύοντας τον απόλυτο κι αισθησιακό αισθητισμό του, ο Κορτάσαρ προειδοποιεί για τον κίνδυνο να «καταπιεί κανείς την μπανάνα μαζί με τη φλούδα της» (σ. 472). Συμφωνεί βεβαίως με τον Μαλλαρμέ στη διάγνωση αυτού του νομοτελειακού ρήγματος μεταξύ Γλώσσας και Πραγματικότητας, ωστόσο απέχει συνειδητά από τον αδιάλλακτο αισθητισμό τού γάλλου ποιητή: «Αντιθέτως, το αμιγώς αισθητικό επίπεδο, μου φαίνεται ότι είναι ακριβώς αυτό: “αμιγώς”. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα» (σ. 507).

Ο Κορτάσαρ γνωρίζει πολύ καλά ότι οι λέξεις είναι σύμβολα, κι ότι αυτά τα τελευταία κρύβουν γενικά μία πολύ επικίνδυνη παγίδα: «Τόσο δύσκολο είναι να τους ξεφύγεις έτσι όμορφα που είναι» (σ. 589).

5. Nietzsche: μία ανθρωπομορφική αυτοαναφορικότητα

Ο Νίτσε θα εξαπολύσει την πιο ολομέτωπη και συνάμα πειστική επίθεση κατά της Γλώσσας. Θα φτάσει ακόμη πιο πέρα, θεωρώντας Γλώσσα, Γνώση κι Επιστήμη ως κατηγορίες ταυτόσημες και μάλιστα εκ φύσεως ψευδείς, λόγω της αναπόδραστης διάστασής τους από την αντικειμενική, εκτός-του-ανθρώπου πραγματικότητα.

Το βασικό πρόβλημα όλων τους, εξηγεί ο Νίτσε, είναι η ταυτολογική, ανθρωπομορφική και τελικά, κυκλική και αυτοαναφορική τους φύση: «Εάν δώσω τον ορισμό του “θηλαστικού” κι εν συνεχεία, αφού πρώτα εξετάσω μία καμήλα, δηλώσω: “ορίστε ένα θηλαστικό”, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι μ’ αυτό έχει έρθει στο φως μία νέα αλήθεια, αλλά μία αλήθεια περιορισμένης αξίας· θέλω να πω, είναι απ’ άκρη σ’ άκρη ανθρωπομορφική και δεν περιέχει ούτε ένα σημείο το οποίο να είναι “αληθινό αφ’ εαυτού”, πραγματικό και παγκόσμιο, εξαιρώντας φυσικά τον κόσμο των ανθρώπων»[18].

Ο Κορτάσαρ προδίδει τις νιτσεϊκές του επιρροές όταν σε δεδομένη στιγμή γράφει στο Κουτσό: «... κανείς δεν γνωρίζει, παρά μόνο αυτό που γνωρίζει, μ’ άλλα λόγια, ένα ανθρωπολογικό περίγραμμα» (σ. 479). «Ανθρωπολογικό», υπό την έννοια του απόλυτου «ανθρωπομορφισμού» που διέπει κάθε Γνώση, Επιστήμη και Γλώσσα μας· «περίγραμμα», του οποίου τα όρια ορίζονται ακριβώς κατ’ αυτόν τον «ανθρωπομορφικό» τρόπο, από τα σημειολογικά συστήματα που διαθέτουμε, ένα από τα οποία είναι κι η Γλώσσα.

Τα πάντα αποτελούν μία ταυτολογία: «Δεν μπορούμε ούτε να καταλάβουμε, ούτε να πούμε οτιδήποτε, πέραν αυτού που ήδη γνωρίζουμε»· «το Όλον βρίσκεται εδώ πριν από το Μέρος, η δε Φράση προϋπήρχε της Λέξης», θα γράψει ένας από τους κυριότερους εκφραστές τής αυστριακής «Sprachkrise», o Φριτς Μάουτνερ (1849-1923), στο ίδιο νιτσεϊκό πνεύμα[19]. Ενώ κι ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (1889-1951) θα εκφράσει την ίδια περίπου διαίσθηση, ως εξής: «Η Λογική γεμίζει τον κόσμο· τα όρια του κόσμου είναι και τα δικά της όρια»[20]. Όλη κι όλη η «γνώση» μας για τον Κόσμο είναι οι λέξεις, οι λογικές κατηγορίες, οι διανοητικές προβολές, που εμείς οι ίδιοι έχουμε εφεύρει για να τον περιγράψουμε – εξ ου και το αναπόφευκτο στοιχείο ανθρωπομορφισμού, ταυτολογίας και αυτοαναφορικότητας, που επισημαίνει πρώτος ο Νίτσε και, λίγο μετά απ’ αυτόν, οι εκπρόσωποι της αυστριακής «Sprachkrise».

Πώς ακριβώς συνδέεται όμως η Λογική με τη Γλώσσα και, τελικά, με τη Γνώση και την Επιστήμη; Και ποια σχέση μπορεί να συνδέει τον Νίτσε, τον Μάουτνερ και τον Βίτγκενσταϊν, με τον Κορτάσαρ και το Κουτσό; Οι απαντήσεις δίδονται μέσα στο ίδιο το μυθιστόρημα του Αργεντινού. Για το πρώτο ερώτημα, εξηγεί: «Η Λογική εκκρίνει, μέσω της Γλώσσας, μία ικανοποιητική αρχιτεκτονική, που μοιάζει με την υπέροχη, ρυθμική σύνθεση των αναγεννησιακών πινάκων και μας τοποθετεί στο κέντρο» (σ. 185, 186). Σε σχέση με το δεύτερο, γράφει: «Μιλώντας με όρους Βίτγκενσταϊν, τα προβλήματα διασυνδέονται μεταξύ τους με μία φορά προς τα πίσω, δηλαδή, αυτό που γνωρίζει ένας άνθρωπος, δεν είναι άλλο από τη γνώση αυτού του ανθρώπου, αλλά για τον ίδιο τον άνθρωπο δεν είναι γνωστά όλα εκείνα τα πράγματα που θα έπρεπε να είναι γνωστά, προκειμένου η ιδέα του περί της πραγματικότητας να είναι αποδεκτή» (σ. 479, 480).

6. «Sprachkrise»: η ολική άρνηση της Γλώσσας

Η ολική αμφισβήτηση της Γλώσσας έχει απόλυτα διακριτό χρόνο και τόπο εκδήλωσης. Χρόνος: η μετάβαση από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Τόπος: η καταρρέουσα Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.

Σ’ αυτόν το συγκεκριμένο χωρο-χρόνο, ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν θα καταστήσει σαφές ότι τίποτε το ιερό ή το υπερβατικό δεν υπάρχει στις λέξεις, κατά τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχει τίποτε το ιερό και σε οποιοδήποτε άλλο σύστημα σημείων δικής μας εφεύρεσης: πρόκειται για απλά «μοντέλα» ή «πατρόν», με τα οποία επιχειρούμε να απεικονίσουμε τον κόσμο[21]. Το περιγραφόμενο αντικείμενο είναι πάντοτε το ανυπέρβλητο όριο της Λέξης: «τα όρια της γλώσσας μου, σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου»[22].

Ο Φριτς Μάουτνερ θα οδηγηθεί σε ακόμη πιο ακραίες διατυπώσεις, αναφερόμενος στη Γλώσσα ως μία εγγενή στους ανθρώπους ειδωλολατρία[23], ένα σύνολο ανθρωπόμορφων εικόνων[24] και, επομένως, ως κάτι που απλούστατα είναι ανύπαρκτο[25].

Λόγω ενός τόσο απόλυτου γλωσσικού μηδενισμού, ο ήρωας του μοναδικού μυθιστορήματος του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926), Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, διαισθάνεται, πρώιμα, ότι «... έτσι επρόκειτο να είναι η ζωή: γεμάτη από τίποτε άλλο, παρά μόνον από περίεργα πράγματα, τα οποία προορίζονται για ένα άτομο και τα οποία δεν μπορούν να ειπωθούν»·[26] κι ο νεαρός Ταίρλες τού Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942), αφού επανειλημμένα νιώσει την ίδια ακριβώς αδυναμία να χωρέσει σε λέξεις την πληθώρα των συγκεχυμένων εφηβικών του συναισθημάτων, θα φτάσει να αναγνωρίσει την «αποτυχία των λέξεων» στο να τα περιγράψουν επακριβώς[27] και θα συμφιλιωθεί τελικά με εκείνην τη «σκοτεινή» όψη του εαυτού του, «...μία ζωή, η οποία δεν μπορεί να εκφρασθεί με λέξεις κι η οποία, ωστόσο, είναι η δική μου ζωή»[28].

Η πιο σημαντική και εμφανής επιρροή τής αυστριακής «Sprachrise» στο Κουτσό, ωστόσο, είναι αυτή του Χούγκο φον Χόφμανσταλ (1874-1929), ο οποίος στην περίφημη Επιστολή τού Λόρδου Τσάντος (1902) οδηγεί τον ομώνυμο ήρωά του σε ένα είδος πλήρους αλαλίας, σε μία απόλυτη αδυναμία να υποτάξει τη μονάδα, το ειδικό, στην ισοπεδωτική γενίκευση της Λέξης: «Δεν κατάφερνα πια να τις συλλάβω [τις πράξεις των ανθρώπων] με το απλουστευτικό βλέμμα της συνήθειας. Όλα διαλύονταν μέσα μου σε κομμάτια και τα κομμάτια σε καινούργια κομμάτια και τίποτα δεν αφηνόταν να το περικλείσω σε μιαν έννοια. Οι λέξεις έπλεαν σκόρπιες γύρω μου»[29]. Δεν είναι σίγουρα τυχαίο ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα της Επιστολής, μαζί με ένα αντίστοιχο απόσπασμα από τον Νεαρό Ταίρλες τού Μούζιλ, αποτελούν ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο Κουτσό, το κεφάλαιο 102[30].

Στο Κουτσό τού Κορτάσαρ διασταυρώνεται η κρίση τής Γλώσσας κι ολόκληρου του ευρωπαϊκού αξιακού συστήματος που χαρακτήρισε την Αυστροουγγαρία τού fin-de-siècle, με την αντίστοιχη κρίση που προκάλεσε στον δυτικό κόσμο ο όλεθρος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και του Άουσβιτς[31].

7. Ένα ανολοκλήρωτο γλωσσικό εγχείρημα

Ωστόσο, ο Μορέλι, ο λόγιος ήρωας του Κορτάσαρ στο Κουτσό, δείχνει τελικά να διαφοροποιείται από τη γλωσσολογική τοποθέτηση του Χόφμανσταλ[32]. Ούτε βέβαια μπορεί να συγκριθεί το γλωσσικό εγχείρημα του Κορτάσαρ, με τις ακόμη πιο ακραίες τοποθετήσεις κάποιων άλλων διανοητών της «Sprachkrise», όπως τού ιδιοφυούς –αλλά σε νεαρή ηλικία αυτόχειρα– φιλοσόφου Κάρλο Μίκελστετερ (1887-1910), ο οποίος στο αριστούργημά του Πειθώ και Ρητορική (1910)[33] θα αναγνωρίσει στη Γλώσσα την ακατάσχετη και ματαιόδοξη περιαυτολογία των ανθρώπων·[34] ένα «κατάπλασμα» για τον εσωτερικό, υπαρξιακό τους πόνο·[35] το επίχρισμα της επίπλαστης, κοινωνικά προσδιορισμένης «περσόνας» τους·[36] και, τελικά, το βασικό αίτιο της αμετάκλητης υποδούλωσής τους σε μία άκρως υποκριτική κι άρρωστη κοινωνία.[37] «Καλλωπίσματα ὄρφνης», «στολίδια του σκότους»: ο απαξιωτικός χαρακτηρισμός τού Μίκελστετερ για τις Λέξεις, που διαπερνά επίμονα ολόκληρο το βιβλίο του.

Η γενική αίσθηση είναι, ότι τελικά, ο Κορτάσαρ δεν θέλει –ή δεν είναι σε θέση– να φτάσει σε μία παρόμοια, απόλυτη ρήξη με τη Γλώσσα· ότι, σε τελική ανάλυση, περιορίζεται απλά σε κάποιες νέες λεκτικές διατυπώσεις εναντίον της, χωρίς να προτείνει τρόπους για την έμπρακτη άρνηση ή υπέρβασή της· αθώα μοιάζει η περιορισμένης έκτασης παραμόρφωση των λέξεων στην οποία προβαίνει περιστασιακά στο Κουτσό,[38] συγκρινόμενη, για παράδειγμα, με την πλήρη ισοπέδωση ολόκληρου του «απολιθωμένου γλωσσικού συστήματος»[39] τού Τζόυς, στην Αγρύπνια των Φίνεγκαν· οι μεγαλόσχημες διατυπώσεις κατά της Γλώσσας και της Λογικής, τού βασικού ήρωα του Κορτάσαρ, Οράσιο, φαντάζουν απλές ασκήσεις εκλεπτυσμένου παριζιάνικου διανοουμενισμού, μπροστά στον «ρεαλισμό της μύησης»[40] –την αδιαπραγμάτευτη, σχεδόν μυστικιστική προσήλωση στην υλικότητα του πράγματος– του μεταπολεμικού γάλλου ποιητή Ύβ Μπονφουά (1923)·[41] ή μπροστά στη διαυγή επίγνωση που έχουν οι ήρωες-αυτόματα του Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989), για την ολική έλλειψη νοήματος των ίδιων, αλλά και των «διαλόγων» στους οποίους αναλίσκονται ακατάπαυστα.[42]

Οι προγραμματικές προθέσεις του Κορτάσαρ σε σχέση με τη Γλώσσα είναι «αγνές» και βασίζονται σε μια βαθιά γνώση μίας μακράς και μάλλον αιρετικής, δυτικής αποφατικής παράδοσης. Ωστόσο, παραμένουν απλά και μόνο αυτό: «προθέσεις». Υπ’ αυτήν την έννοια, ακόμη κι από μία οπτική γωνία τής φιλοσοφίας τής Γλώσσας, το Κουτσό του Κορτάσαρ αποτελεί ένα είδος μυθιστορήματος-γέφυρας, μεταξύ της απερχόμενης, κλασικής Νεωτερικότητας και της επικείμενης, ριζοσπαστικής Μετανεωτερικότητας, στον ευρωπαϊκό χώρο[43].

[2] Το παρόν κείμενο χρησιμοποιεί υλικό από το άρθρο: Eleftherios Makedonas, “Vestigios de la Sprachkrise austríaca en Rayuela de Cortázar.” Delaware Review of Latin American Studies (DeRLAS), Vol. 15, no. 2, 2014, διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://goo.gl/KlrhS6

[3] Julio Cortázar, Rayuela, Alfaguara, Μαδρίτη 2002. Οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων είναι δικές μου. Έχει χρησιμοποιηθεί συμβουλευτικά και η μετάφραση τού βιβλίου στα ελληνικά: Julio Cortazar, Το κουτσό, Εξάντας, Αθήνα 1998, μτφρ. Κώστας Κουντούρης.

[4] “Idola fori” – “Idols of the Market Place”, είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Μπέικον.

[5] Sir Francis Bacon, The New Organon, Dodo Press, Γκλώστερ (Μ.Β.), 2008, σ. 3.

[6] John Locke, Of the abuse of words, Penguin, Λονδίνο 2009, σ. 37, 38.

[7] Ο όρος «Όργανο» είναι δάνειο από το έργο τού Sir Francis Bacon, The New Organon.

[8] Isaiah Berlin, Three Critics of the Enlightenment. Vico, Hamann, Herder, Princeton University Press, Πρίνστον, Νιου Τζέρσεϋ, 2000, σ. 319.

[9] Ό.π., σ. 189.

[10] Ό.π., σ. 190.

[11] Ο Γκαίτε, στο Φάουστ, περιγράφει τη Μεταφυσική ως εξής: « ... / “Πράμα”, που θα έκανε τα εγκεφαλικά σου κύτταρα να βγάζουν μπουρμπουλήθρες / Για κάθε έννοια, που ειδάλλως δεν θα χωρούσε στο κεφάλι σου / Θα βρεις και μία υπέροχη λέξη» (Johann Wolfgang von Goethe, Faust with the Urfaust, Wordswoth Editions Limited, Χάρτφορντσαϊρ 2007, σ. 59).

[12] Johann Wolfgang von Goethe, Theory of colours, BLTC Press, Σάντα Κρους 2008. Kindle edition.

[13] Locke, Abuse of Words, ό.π., σ. 95.

[14] Alfred Korzybski, Selections from Science and Sanity, Institute of General Semantics, Φορτ Γουόρθ, Τέξας, 2010, σ. 24.

[15] Jiddu Krishnamurti, Exploration into Insight, Krishnamurti Text Collection (KTXT), Version 3.3 (Computer software), Krishnamurti Foundation Trust Ltd, 1991-2005. Επίσης διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://goo.gl/nhZclr

[16] Stéphane Mallarmé, Divagations, The Belknap Press of Harvard University Press, Κέμπριτζ, Μασαχουσέτη και Λονδίνο, 2007, σ. 210. Οι επεξηγήσεις εντός των αγκυλών είναι δικές μας προσθήκες.

[17] Maurice Blanchot, The Work of Fire, Stanford University Press, Στάνφορντ, Καλιφόρνια, 1995, σ. 30.

[18] Friedrich Nietzsche, Sobre verdad y mentira en sentido extramoral y otros fragmentos de filosofía del conocimiento, Tecnos, Μαδρίτη 2012, σ. 30.

[19] Fritz Mauthner, Contribuciones a una crítica del lenguaje, Herder, Βαρκελώνη 2001, σ. 111.

[20] Ludwig Wittgenstein, Tractatus logico philosophicus, Alianza Editorial, Μαδρίτη 2009, σ. 111.

[21] Ό.π., σ. 53, 54.

[22] Ό.π., σ. 111.

[23] Mauthner, Contribuciones, ό.π., σ. 42.

[24] Ό.π., σ. 71.

[25] Ό.π., σ. 73.

[26] Rainer Maria Rilke, The notebooks of Malte Laurids Brigge, Dalkey Archive Press, Σαμπαίν και Λονδίνο 2008, σ. 70.

[27] Robert Musil, The confusion of young Törless, Penguin Books, ΗΠΑ, 2001, σ. 72.

[28] Ό.π., σ. 157.

[29] Hugo von Hofmannsthal, Η επιστολή του Λόρδου Τσάντος, Άγρα, Αθήνα 2009, σ. 34.

[30] Cortázar, Rayuela, ό.π., σ. 488.

[31] Για περισσότερες λεπτομέρειες για τη σχέση τής κριτικής τής Γλώσσας στο Κουτσό, με την κρίση που επέφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα στη συνείδηση του Δυτικού κόσμου, βλ. Eleftherios Makedonas, “Nostalgias perdidas en Rayuela de Cortázar”, JILAR, no. 19, 2013, σ. 104-117.

[32] «Εάν τα κίνητρά μου ήταν αυτά του Λόρδου Τσάντος στο έργο τού Χόφμανσταλ...» (Cortázar, Rayuela, ό.π., σ. 506).

[33] Carlo Michelstaedter, Persuasion and Rhetoric, Yale University Press, Νιου Χέιβεν και Λονδίνο, 2004.

[34] Ό.π., σ. 68.

[35] Ό.π., σ. 69.

[36] Ό.π., σ. 68, 95, 96.

[37] Ό.π., σ. 144.

[38] Το “γλωσσικό ιδίωμα” δικής του επινόησης, το οποίο ονομάζει “glíglico”.

[39] Πρόκειται για έκφραση του άλλου μεγάλου Αυστριακού συγγραφέα τής «Sprachkrise», του Χέρμαν Μπροχ, στο: Hermann Broch, Hugo von Hofmannsthal and his time, The University of Chicago Press, Σικάγο και Λονδίνο 1984, σ. 126, 157.

[40] “Realisme initiatique”, σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που δίδει ο Μπίσοπ στην ποίηση του Μπονφουά, στο: Michael Bishop, “An infinity of flashing briefness: the poetics of Yves Bonnefoy”, Neophilologus, no. 70, 1986, σ. 201.

[41] Yves Bonnefoy, New and Selected poems, Carcanet Press Ltd, Μάντσεστερ 1996.

[42] Όπως, για παράδειγμα, στο Endgame (Samuel Beckett, The Complete Dramatic Works. Faber and Faber, Λονδίνο 2006, σ. 108).

[43] Για περισσότερες λεπτομέρειες, γενικά, για τη σχέση τού μυθιστορήματος του Κορτάσαρ και της Νεωτερικότητας/Μετανεωρικότητας, βλ. Makedonas, “Nostalgias perdidas”, ό.π., σ. 104-117.