Ευρετήριο Άρθρου

Σας παρουσιάζουμε το "βιβλίο των Μετοίκων", ένα πλήρες ηλεκτρονικό βιβλίο που αναδημοσιεύουμε μετά από άδεια της συγγραφέα Ευμορφίας Καραμπατάκη.

Η Ευμορφία Καραμπατάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Όπερα, Υποκριτική, Αυτοσχεδιασμό στο Conservatoire Royal de Musique de Bruxelles και είναι κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων Συγκριτικής Γραμματολογίας για την εργασία της «Rôles et stéréotypes féminins dans le théâtre lyrique du XVIIIème siècle» και Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού για την εργασία της «Τρεις όψεις της φοιτητικής διασποράς στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα» από το Α.Π.Θ. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά δοκίμια για τους Λαφόργκ, Ζουβ, αισθητική λογοτεχνίας, Πρεβέρ, πεζοτράγουδο, σονέτο, αυτόματη γραφή, Ρίλκε, Μπρεχτ, Απολλιναίρ, συμβολισμό, Ελυάρ, καθώς και την πρώτη ελληνική μετάφραση του Roman experimental του Εμίλ Ζολά και του El arte de desaparecer του Ενρίκε Βίλα-Μάτας. Επίσης εργάστηκε στους τομείς της πολιτιστικής διαχείρισης και της πολιτιστικής αρθρογραφίας σε έντυπα της Ελλάδας και της Κύπρου. Στην πεζογραφία εμφανίστηκε το 2003 με τη συλλογή διηγημάτων Άρια ντα κάπο (εκδ. Εστία), με την οποία ήταν υποψήφια για το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου συνεχίζει να αρθρογραφεί, με έμφαση στο χρονογράφημα.

Αντί οπισθοφύλλου

Το βιβλίο των μετοίκων είναι ένα βιβλίο που δε γράφτηκε ποτέ. Ωστόσο, εκείνοι που προαλείφονταν για ήρωές του, όσο και ο επίδοξος συγγραφέας, θα ζήσουν τις ιστορίες του, ενώ η μεγάλη πρωταγωνίστρια Μαδρίτη παραμένει ατάραχη. Έτσι λοιπόν…

…δύο απολυμένοι εικονολήπτες της τηλεόρασης δουλεύουν με το κομμάτι για εταιρείες παραγωγής, γνωρίζοντας εκλογές, ακραία καιρικά φαινόμενα, τρομοκρατικά χτυπήματα, ενώ, σε περίπτωση ανάγκης, προσφεύγουν στο «BBC». Ένας έκπτωτος, λόγω καθεστώτος, συγγραφέας στη δεκαετία του 50 επιχειρεί ν’ απαρνηθεί τον εαυτό του για να επιβιώσει. Ο ιταλός συνθέτης του 18ου-19ου αιώνα Λουίτζι Μποκκερίνι παραληρεί περί τέχνης και των ιδανικών συνθηκών της –κάτι το οποίο, δυστυχώς, ο ίδιος δε γνώρισε ποτέ. Μία κριτική ανάγνωση του έργου της Γεωργίας Σάνδη «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» απειλεί να παρασύρει σε συνειρμούς. Ένα τραγούδι των Πρεσούντος Ιμπλικάδος οδηγεί σε μία απόφαση χωρισμού, ενώ η επαναλειτουργία ενός θρυλικού καφέ, σε μία απόφαση φόνου. Και η αυτοκτονία ενός διάσημου συγγραφέα, την πρώτη ημέρα του καύσωνα, αποκαλύπτει γιατί Το βιβλίο των μετοίκων δεν μπόρεσε να υπάρξει.

«Αυτή η πόλη είναι σκληρή για όλους.
Η Μαδρίτη είναι όμορφη μόνο
για όποιον είναι διατεθειμένος
να δει την ομορφιά της».

Ελβίρα Λίντο,
Αφιερωματικό τεύχος του El pais semanal,
μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Μαρτίου


Όταν ο Χάϊμε και ο Πάμπλο απολύθηκαν με το δεύτερο κύμα περικοπών από τον Αντένα Τρες, το πρώτο που σκέφτηκαν ήταν να καταφύγουν στο Πρακτορείο, όπως έκαναν στα φοιτητικά τους χρόνια για να πληρώνουν τα δίδακτρα της Σχολής Κινηματογράφου. Κανείς τους δεν περίμενε ότι θα επέστρεφαν εκεί μετά από μία ολιγόχρονη μεν, αλλά πολλά υποσχόμενη πορεία σε διάφορους τηλεοπτικούς σταθμούς της πρωτεύουσας, οι καιροί όμως ήταν δύσκολοι και οι δυο τους αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να δειχτούν ευέλικτοι και χωρίς συμπλέγματα. Για να παρηγορηθούν μάλιστα, βάλθηκαν να θυμούνται διάφορα περιστατικά της εποχής εκείνης, όπως όταν για παράδειγμα, ο διάσημος μπεστελερίστας εγκατέλειψε μαινόμενος το πλατώ της λογοτεχνικής εκπομπής παρασύροντας στο πέρασμά του ένα κομμάτι του σκηνικού και δίνοντας απρόσμενα νούμερα στο κάπως νυσταλέο μεταμεσονύκτιο πρόγραμμα, ή όπως όταν η ευνοούμενη παρουσιάστρια της παραγωγής έπεσε σε δυσμένεια για λόγους καθαρά εξωτηλεοπτικούς, με αποτέλεσμα σύσσωμο το συνεργείο να βρεθεί ξαφνικά στα νέα των Ενόπλων Δυνάμεων.

Προφανώς όμως το καλό τους άστρο έλαμψε: παρότι η ταυρομαχική σαιζόν -που πάντα τους έφερνε τυχερά- είχε τελειώσει, μόλις λίγο καιρό πριν, οι τοπικές εκλογές είχαν επαναπροκηρυχτεί λόγω αδιάσειστων αποδείξεων περί νοθείας, κι έτσι η ανάγκη για εξωτερικά συνεργεία ήταν αυξημένη. Στο Πρακτορείο τούς καλοδέχτηκαν χωρίς το παραμικρό σχόλιο, σα να είχαν να φανούν από χθες, και σχεδόν αμέσως τους έδωσαν έναν κατάλογο με διάφορα χωριά της οροσειράς όπου θα έπρεπε να καλύψουν προεκλογικές συγκεντρώσεις υποψηφίων. Εκείνο όμως που δεν τους είπαν από το Πρακτορείο, ήταν ότι θα έπρεπε επίσης να φορτώνουν τα ογκώδη μηχανήματα στο φορτηγάκι, να οδηγούν νύχτα προς την οροσειρά, να στήνουν μέσα στο κρύο τις υπαίθριες σκηνές όπου θα μιλούσαν οι υποψήφιοι, και μετά την μετάδοση και την μαγνητοσκόπηση για το αρχείο των ενδιαφερομένων, να ξεστήνουν πάλι, περιμένοντας άλλους δύο μήνες κατά μέσον όρο μέχρι την πληρωμή. Δεν ήταν πως τους έλειπαν οι δυνάμεις -ήταν ακόμη πολύ νέοι-, αλλά ότι πίστευαν πως όλα αυτά τα είχαν αφήσει πλέον πίσω τους.

Έτσι, πέρασαν το μισό φθινόπωρο ανεβοκατεβαίνοντας την οροσειρά, ενώ ένοιωθαν τυχεροί όταν οι υποψήφιοι είχαν συγκέντρωση μέσα στην Μαδρίτη, οπότε είχαν κι αυτοί την πολυτέλεια, μετά το τέλος της γνωστής διαδικασίας, να ξεκουράζονται λίγο στην ιρλανδέζικη παμπ που είχαν καθιερώσει ως στέκι τους λόγω της γεωγραφικής της θέσης στην ουδέτερη ζώνη, ακριβώς ανάμεσα στην πλατεία Κυβέλης όπου ο Χάϊμε γιόρταζε τις νίκες της Ρεάλ, και στην πλατεία Ποσειδώνα όπου ο Πάμπλο γιόρταζε τις νίκες της Ατλέτικο. Οι ίδιοι βέβαια δεν ψήφιζαν ποτέ, πλην των εκλογών για τους πρόεδρους των ποδοσφαιρικών τους συλλόγων –όχι ότι εκεί απογοητεύονταν λιγότερο-, εφόσον ανήκαν στη γενιά που οι σοβαροί σχολιαστές ονόμαζαν «οι απαξιωμένοι που απαξιώνουν την πολιτική».

Κάπου εκεί όμως, το καλό τους άστρο σταμάτησε να λάμπει· οι εκλογές τελείωσαν με νίκη όσων είχαν νικήσει και πριν -αν και συγκεντρώνοντας μικρότερα ποσοστά- και το πήγαιν’ έλα από την οροσειρά στην ιρλανδέζικη παμπ του κέντρου σταμάτησε, χωρίς τίποτε άλλο να βρεθεί για να το αντικαταστήσει. Τότε κοιτάχτηκαν και κατάλαβαν πως δεν τους έμενε πια παρά αυτό που απέρριπταν στα φοιτητικά τους χρόνια: να δουλέψουν στο BBC. Έτσι είχαν τα πράγματα. Εφόσον η ταυρομαχική σαιζόν είχε τελειώσει και μεταφερθεί στη Λατινική Αμερική, οι εκλογές -πρόωρες ή όψιμες- απομακρύνονταν από το ημερολόγιο και τα γραφεία παραγωγής χρειάζονταν μόνο φορτοεκφορτωτές για τα μηχανήματα των ζωντανών μεταδόσεων, η μόνη λύση ήταν το BBC (1): γάμοι, βαφτίσια και πρώτες κοινωνίες των καθολικών.

Από τότε που επεκτάθηκε η συνήθεια να μαγνητοσκοπούνται αυτές οι “ωραιότερες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου”, τα οπτικοακουστικά επαγγέλματα απέκτησαν κάποιους περιστασιακούς επιπλέον πόρους. Βέβαια συμφωνούσαν και οι δύο πως επρόκειτο για ένα άθλιο στερεότυπο, διότι, οι ωραιότερες στιγμές δεν έρχονται βάσει προγραμματισμένης ημερομηνίας. Ο Πάμπλο, παρότι δίσταζε να το ομολογήσει, θεωρούσε ως ωραιότερη στιγμή της ζωής του όταν μπόρεσε να επισκεφτεί την αγαπημένη του γιαγιά που τον μεγάλωσε, στο παραλιακό θέρετρο όπου ζούσε από χρόνια. Ο Χάϊμε πάλι, πίστευε πως ωραιότερη στιγμή της μέχρι τότε ζωής του ήταν όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ πειραματικού κινηματογράφου, αφήνοντας άναυδους τους καθηγητές του, που δεν τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση... Πιθανόν αν διέθεταν όσα ξόδευαν οι πελάτες τους για τις γιορτές τους, ο Πάμπλο θα πήγαινε να ξαναβρεί τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας δίπλα στη θάλασσα και την αγαπημένη του γιαγιά, ενώ ο Χάϊμε θα γυρνούσε μία αληθινή ταινία, που θα συμμετείχε σε αληθινά φεστιβάλ, κι ίσως να κέρδιζε κι εκεί κάποιο βραβείο.

Εφόσον όμως αυτή η εσφαλμένη άποψη διατηρούσε ανθηρό το κύκλωμα του BBC, αποσιωπούσαν τις δικές τους πεποιθήσεις και όλα τούς πήγαιναν καλά. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν οι νύφες να φαίνονται έκπαγλες, τα μωράκια γλυκά και οι έφηβοι αγγελικοί. Έτσι όλοι θα έμεναν ευχαριστημένοι και θα τους συνέστηναν στον κύκλο τους, διότι αυτό είναι το καλό με το BBC: ποτέ δεν εξαντλείται, πάντα υπάρχουν κάποιοι που παντρεύονται, βαφτίζουν, και, -όσο το ιερατείο έχει ακόμη κάποια επιρροή-, λαμβάνουν την πρώτη τους κοινωνία.

Γρήγορα, όταν ξεχνούσαν πως είχαν φτάσει κάποτε μέχρι βοηθοί σκηνοθέτη, διαπίστωναν ότι δεν ήταν και τόσο δυσάρεστα: δαπανούσαν λιγότερο από μισή μέρα, η ατμόσφαιρα ήταν εύχαρις, τα νεύρα και οι ιδιοτροπίες που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ούτε καν συγκρίνονταν με όσα γνώριζαν ήδη, τους πρότειναν ευγενικά να περάσουν από τον μπουφέ, και στο τέλος της ημέρας είχαν μία άριστη κοινωνιολογική μελέτη.

Φυσικά, όπως πάντα, προσφέρθηκε να τους βοηθήσει ο Χουάν Πέδρο –όταν, επιτέλους έριξαν τη μύτη τους για να του εμπιστευτούν τη δύσκολη θέση όπου είχαν βρεθεί και πάλι. Το ίδιο συνέβαινε ήδη από τα φοιτητικά τους χρόνια∙ ο Χουάν Πέδρο έπαιρνε την ειδικότητά του στη φωτογραφία τον καιρό που ο Χάϊμε και ο Πάμπλο ξεκινούσαν τις σπουδές τους, -γεγονός που του χάρισε την προσωνυμία «ο γέρος»-, κι εξελίχτηκε σε μέντορά τους μέσα σ’ εκείνη τη ζούγκλα. Τους συμβούλευε ποιες κακοτοπιές ν’ αποφεύγουν, τους πήγαινε στις πιο αξιόλογες εκθέσεις για να μαθαίνουν, τους μυούσε στα κινηματογραφικά αφιερώματα της φιλμοτέκα του Λαβαπιές, ενώ, κάθε φορά που αντιλαμβανόταν ότι τα πράγματα ήταν στενά για τους δύο φίλους, τους κερνούσε με τόση διακριτικότητα ώστε ποτέ δε θα μπορούσαν να νιώθουν υποχρεωμένοι. Ο «γέρος» δίδασκε πλέον στο ίδιο πανεπιστήμιο όπου σπούδασαν, ενώ είχε ήδη βραβευτεί στην ετήσια κρατική έκθεση, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο το κύρος του.

Οι διασυνδέσεις και οι γνωριμίες του Χουάν Πέδρο λοιπόν, έφεραν μία απρόσμενη πρόταση: να διαλέγουν μουσική για τους χορούς της τρίτης ηλικίας στα κατά τόπους πολιτιστικά κέντρα των περιφερειών της Μαδρίτης. Ο Χάϊμε δε φανταζόταν ότι όλα εκείνα τα γραϊδια γνώριζαν καν την ύπαρξη των τραγουδιστών που κάθε χρόνο ξεπετάγονταν από τους τηλεοπτικούς διαγωνισμούς ταλέντων, διαψεύστηκε όμως εντυπωσιακά. Ο Πάμπλο στην αρχή δε μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του βλέποντάς τους να χτυπιούνται στην πίστα καθώς προσπαθούσαν να μιμηθούν τις χορευτικές κινήσεις των βίντεο κλιπς. Στην αρχή μάλιστα δοκίμασε να εναλλάσσει τα τραγούδια της μόδας με κάτι περισσότερο της ηλικίας τους, κανένα τάγκο ή μπολέρο, έμενε όμως άναυδος όταν οι ηλικιωμένοι τού διαμαρτύρονταν.

Προφανώς ο κόσμος είχε αλλάξει. «Μακάρι να’ χουμε το ίδιο κέφι όταν θα φτάσουμε τα χρόνια τους», κατέληξε να πει στον Χάϊμε. Πέρα από τα καθήκοντά τους όμως ως ντι-τζέϊς της τρίτης ηλικίας, διαπίστωσαν ότι ανεπίσημα αναλάμβαναν και καθήκοντα παιδοκόμων των εγγονών που οι «χορευτές» έσερναν μαζί τους. Τα μικρά έτρεχαν πάνω κάτω στην αίθουσα, ενοχλούσαν τα ζευγάρια στην πίστα, αλλά το χειρότερο ήταν πως πείραζαν τα μηχανήματα –ιδιοκτησίας της εταιρείας που αναλάμβανε εργολαβικά τις εκδηλώσεις από τον δήμο- με φόβο να βρουν τον μπελά τους είτε από κανένα ατύχημα, είτε από καμία βλάβη. Όσο κάτι τέτοιο δε συνέβαινε, η εταιρεία τούς εμπιστευόταν κατά καιρούς και άλλες, λιγότερο επικίνδυνες διοργανώσεις. Συνήθως επρόκειτο για ηχοληψίες συναυλιών φλαμένγκο σε πλέϋ-μπακ (λόγω των πέμπτης διαλογής καλλιτεχνών). Εκεί το άγχος τους ήταν ότι δεν ήξεραν πολλά από ηχοληψία, κάτι που ευτυχώς οι προϊστάμενοί τους δεν αντιλαμβάνονταν, με το απλό σκεπτικό ότι, ως απόφοιτοι της Σχολής Κινηματογράφου, θα ξέρουν απ’ όλα. Μια φορά μόνο, παραλίγο ένας κοπλίστα (2) να τους δημιουργήσει πρόβλημα, επειδή θεώρησε ότι του έβαζαν πολλά μπάσα που δεν τον αναδείκνυαν. Του απάντησαν κάτι θολό σχετικά με την ποιότητα των παλιών μηχανημάτων και τσιγκουνιά της εταιρείας που δεν ανανεώνει τον εξοπλισμό, κι έτσι γλύτωσαν.

Σιγά σιγά, τους ξαναθυμήθηκαν κι από το Πρακτορείο, που τώρα συνεργαζόταν με ισχυρούς τηλεοπτικούς σταθμούς, ιδιωτικούς και δημόσιους. Έτσι, άρχισαν πάλι να κάνουν ρεπορτάζ με το κομμάτι, το οποίο στη συνέχεια μεταπωλούνταν υπερτιμημένο στους παραγγελιοδόχους. Το πράγμα είχε και ενδιαφέρον, εφόσον την μία μέρα μπορεί να τους έστελναν μέχρι το Σανταντέρ (η νόβια του Χάϊμε ανησυχούσε), ενώ την άλλη στην απονομή των κινηματογραφικών βραβείων Γκόγια (η νόβια ζήλευε). Ήταν ένας ασυνήθιστα κρύος χειμώνας∙ «ιστορικός» σχεδόν, όπως τον αποκαλούσαν στην τηλεόραση. Σε μια πόλη όπου παρά το ψύχος δε χιονίζει σχεδόν ποτέ, είχαν πιάσει πάγους μέχρι και τα λιοντάρια στο άρμα της Κυβέλης -της ομώνυμης πλατείας. Ο Πάμπλο και ο Χάϊμε έκλεισαν με το συνεργείο να φύγουν δύο μέρες εκτός Μαδρίτης για να καλύψουν το αναπόφευκτο θέμα «ακραία καιρικά φαινόμενα».

Το Πρακτορείο αναλάμβανε όλα τα έξοδα, πανδοχεία στις αουτοπίστας (3) και γεύματα, για να τραβούν απλώς πλάνα από τις χιονισμένες περιοχές, κάποιο ενδιαφέρον περιστατικό, κανένα μποτιλιάρισμα, και φυσικά να κάνουν τις δύο ζωντανές συνδέσεις για το μεσημεριανό και το βραδυνό δελτίο ειδήσεων. Σ’ εκείνη την αποστολή ο Χάϊμε είδε για πρώτη φορά στη ζωή του χιονάνθρωπο, κι ενθουσιάστηκε τόσο, ώστε το βράδυ, όταν η νόβια τού τηλεφώνησε στο κινητό, δεν παρέλειψε να της το διηγηθεί. Για κακή τους τύχη όμως, την δεύτερη μέρα της αποστολής, πίσω στη Μαδρίτη κάηκε ένας ουρανοξύστης του Πασέο ντε Καστεγιάνα, με αποτέλεσμα όλα τα δελτία να το έχουν πρώτο θέμα, με σαφείς νύξεις για εμπρησμό, εκτενή ρεπορτάζ από το κλείσιμο του μετρό, φωτογραφίες και ερασιτεχνικά βίντεο των περιοίκων, ώστε τα χιόνια να μην ενδιαφέρουν πλέον κανέναν. Ο Πάμπλο ζήλεψε τους συναδέλφους που έμειναν πίσω και στεναχωρέθηκε που έχασαν τόση ένταση∙ «τι σε νοιάζει; Πληρωθήκαμε, κάναμε και την εκδρομή μας!» τον παρηγόρησε ο Χάϊμε, ο οποίος είχε χορτάσει δυσκολίες, συνεπώς είχε αρχίσει να εκτιμά περισσότερο την πρακτική πλευρά των συγκυριών. Καταλάβαινε όμως πώς ένιωθε ο φίλος του: ότι έτσι θα επέστρεφαν από άλλο δρόμο στο επάγγελμά τους. Όπως τότε που έτρεχαν με τις κάμερες στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις, τις ογκωδέστερες που γνώρισε ποτέ η πόλη, όταν, ακόμη κι μάνα του Χάϊμε -που δεν ήθελε καν να τον βλέπει-, φοβόταν. (Οι γονείς του Πάμπλο είχαν πεθάνει από χρόνια, οπότε δεν είχε τέτοιες έγνοιες, ενώ ο Χάϊμε δεν είχε γνωρίσει ακόμη την νόβιά του, ώστε να ξέρει ότι κάποιος ακόμη ανησυχεί γι΄ αυτόν όταν καλύπτει επικίνδυνα θέματα). Ή, λίγο αργότερα, όταν με τα τρομοκρατικά χτυπήματα, ξαφνικά τηλεοράσεις απ’ όλο τον κόσμο συνέρρευσαν στη Μαδρίτη και τα ενοικιαζόμενα τηλεοπτικά συνεργεία δεν προλάβαιναν. Ο Χάϊμε γυρνούσε σπίτι τα χαράματα, κι όταν η νόβια μπορούσε να τον βρει για λίγες στιγμές στο κινητό, της έλεγε «είδα πράγματα που προτιμούσα να μην τα είχα δει», κι εκείνη καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να ρωτήσει τίποτε άλλο, μόνο να του πει πως τον αγαπάει.

Φυσικά, στον Χουάν Πέδρο διηγούνταν ελάχιστα από τις φαιδρές τους περιπέτειες στον ευρύτερο χώρο του πολιτισμού και τις λιγότερο φαιδρές στο χώρο της ζώσας επικαιρότητας. Εκείνος, συνέχισε να τους φροντίζει όπως πάντα με τον τρόπο του: εξασφαλίζοντας προσκλήσεις για τα εγκαίνια μουσείων, γκαλερί, ή πρεμιέρες ταινιών, αντιγράφοντας σιντί στον υπολογιστή του για τους διαβόητους χορούς των ηλικιωμένων, ακόμη και καλώντας τους στο σπίτι του που διέθετε συνδρομητική τηλεόραση, για να βλέπουν τους αγώνες του Τσάμπιονς Λιγκ –εφόσον η συγκεκριμένη πανδαισία δεν προσφέρεται δωρεάν, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Και οπωσδήποτε, δεν παρέλειπε να τους κρατά ενήμερους για τα κουτσομπολιά του κυκλώματος που έχαναν, δουλεύοντας στο BBC. Έτσι, πληροφορούνταν τις τελευταίες φήμες που κυκλοφορούσαν, όπως εκείνην που τρελαίνονταν να πιστεύουν όλοι –ακόμη και ο «γέρος» ο Χουάν Πέδρο-, ιδίως τώρα, εκ του ασφαλούς και εκ των υστέρων: μήπως ο θάνατος των «δύο ελεφάντων» τελικά δεν οφειλόταν σε φυσικά αίτια, αλλά στην εμμονή τους να γνωστοποιούν τις λιγότερο ανεπίληπτες δραστηριότητες του Υπουργείου Παιδείας Πολιτισμού και Αθλημάτων. Ο Πέπε Νούνιεθ και ο Ραμόν Ετσεβαρία, -«δύο ελέφαντες» στο επαγγελματικό ιδιόλεκτο, λόγω του τεράστιου όγκου τους-, είχαν αποβιώσει λόγω εμφράγματος με διαφορά λίγων μηνών ο ένας από τον άλλον, βυθίζοντας τον μικρόκοσμο των μέσων μαζικής ενημέρωσης της πρωτεύουσας σε έναν ωκεανό δακρύων κι ένα παραλήρημα διθυράμβων.

Όλοι πλέον επαινούσαν το ασύγκριτο θάρρος τους, όλοι μιλούσαν ανοιχτά για το πείσμα τους ν΄αποκαλύπτουν άνομα σχέδια με τα μαχητικά τους άρθρα και την εβδομαδιαία τους εκπομπή «Οι ξεροκέφαλοι» στην τηλεόραση («πώς χωρούν στο ίδιο πλάνο» ήταν το γνωστό πολυκαιρισμένο αστείο, στο οποίο ασφαλώς λίγοι τολμούσαν ν΄αναφερθούν τώρα). Προστάτες των αδυνάμων, Δον Κιχώτες των χαμένων υποθέσεων, συνήγοροι των αδικημένων, με αυτό τον τρόπο θα τους θυμόταν όλοι.

Φυσικά, το τελευταίο «αριστούργημα» της καριέρας τους υπήρξε η υπεράσπιση του διεθνώς διάσημου ισπανού σχεδιαστή υποδημάτων Μανόλο Μπλάνικ, όταν η αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Ενδύματος, (η οποία είχε στηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της από ιδιωτικούς πόρους), ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή, με την δικαιολογία ότι έπρεπε να εξοικονομηθούν χρήματα για «πιο σοβαρές διοργανώσεις». Οι «δύο ελέφαντες» τότε, σε πείσμα κάθε προσδοκίας, είχαν υποστηρίξει ότι με τέτοιες άστοχες κινήσεις η χώρα χάνει σε γόητρο, αξιοπιστία και συμπάθειες στο εξωτερικό, τη στιγμή που δεν έχει αυτή την πολυτέλεια∙ διότι στην εποχή μας, δυστυχώς, ένας σχεδιαστής υποδημάτων ευκατάστατων κυριών ανοίγει περισσότερες πόρτες απ’ ό,τι ο Θερβάντες.

Ακόμη και αν η άποψή τους ενείχε κάποιες δόσεις πικρής αλήθειας, οι γελοιογράφοι δεν έχασαν την ευκαιρία, τις ημέρες που ακολούθησαν, ν’ απεικονίσουν τα υπερευτραφή τους σώματα επάνω σε ιλιγγιώδη τακούνια.

Οι συνάδελφοι τώρα, μέσα σ’έναν υπερβάλλοντα ζήλο υμνολογίας, ανέσυραν από τη λήθη τα νεανικά λογοτεχνικά αμαρτήματα του Νούνιεθ («σκουντουφλήματα» τ’ αποκαλούσε ο ίδιος) και το σύντομο πέρασμα του Ετσεβαρία από τα θεατρικά σανίδια, καλλιτεχνικό διάβημα το οποίο έληξε σταδιακά, όσο αυξάνονταν οι υποχρεώσεις του στη δημοσιογραφία, και δεν έλειψε σε κανέναν. Οι ίδιοι όμως τώρα, όχι μόνον έλειπαν σε όλους, αλλά κόντευαν να καταστούν ήρωες ενός ιδιότυπου προφορικού αστυνομικού μυθιστορήματος: «Ποιος σκότωσε τους δύο ελέφαντες»!

«Βλακείες, έλεγε ο Πάμπλο, ήταν τεράστιοι, κάπνιζαν μέσα σε μια μέρα όσα όλο το τμήμα παραγωγής και είχαν απίστευτο άγχος. Μετά απ’ όλα αυτά, δεν ήταν δύσκολο...»

Ο Χάϊμε αντίθετα, δελεαζόταν ιδιαίτερα από την εκδοχή που κυκλοφορούσε, καθώς σαν καλός ισπανός λάτρευε τις θεωρίες συνομωσίας –ανήκε μάλιστα σ’ εκείνους που πίστευαν πως ο Αρκονάδα έσπρωξε μόνος του στα δίχτυα το περίφημο πέναλτυ που αρχικά είχε πιάσει στον τελικό του 80, εναντίον της Γαλλίας, διότι ως Βάσκος βρήκε τον τρόπο του να κάνει αντίσταση κατά της αρχής. (Και φυσικά, διηγόταν αναστατωμένος το ιστορικό περιστατικό τακτικά στη νόβιά του, που χαμογελούσε γλυκά, ή κουνούσε το κεφάλι της, «για φαντάσου...»).

Έτσι, τον ενθουσίαζε και η ιδέα πίσω από τον θάνατο των «δύο ελεφάντων» να κρύβονταν σκοτεινά συμφέροντα, ασύλληπτοι όρκοι σιωπής, ποιος ξέρει, ίσως και κάποιο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο! Η φαντασία του θερμαινόταν ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι δε συμπαθούσε καθόλου τους «δύο ελέφαντες», ιδιαίτερα τον Ραμόν Ετσεβαρία, διότι, παρά την αγιογράφηση που του έκαναν τώρα οι συνάδελφοι, με το τεχνικό προσωπικό είχε πάντοτε νεύρα, έβαζε συνεχώς τις φωνές ή τους ειρωνευόταν, δίχως ποτέ να έχει την λεπτότητα –σχήμα λόγου βεβαίως, με τόσα κυβικά- να ζητήσει μία συγνώμη όταν αποδεικνυόταν ότι έσφαλλε (κάτι που δε συνέβαινε δα και τόσο σπάνια...) Οπότε, δεν πάει να τον είχε στείλει στο διάολο, αυτόν όπως και τον Νούνιεθ, το τσιγάρο, το πάχος, ο αρμόδιος Υπουργός ή ο ίδιος ο Πάπας, κάθε ηλίθιος λιγότερο σ’ αυτό το χώρο είναι κέρδος!

Αυτά βέβαια, ο Χουάν Πέδρο, που προσχωρούσε αφελώς στη χορεία των υμνητών, δεν τα γνώριζε. Το πιο πιθανό ήταν να είχε κάνει με τους «δύο ελέφαντες» κάποιες βιαστικές συζητήσεις σε συνέδρια ή φουαγιέ θεάτρων. Ίσως δε μπορούσαν να κατηγορήσουν τον «γέρο». Εκείνος απλώς ανέλυε τεχνικές κι επεξηγούσε θεωρίες στο πανεπιστήμιο, δεν είχε μπει σ’ ένα στούντιο υπό πραγματικές συνθήκες, ούτε είχε τρέξει σε εξωτερικό ρεπορτάζ με χιόνια, ή βόμβες, ή αίμα κι ένα σωρό τρελούς πάνω απ΄ το κεφάλι του, ώστε να δει πόσο αδαμαντίνου χαρακτήρος ήταν όλοι τους, «ελέφαντες» ή μη... Ο Χουάν Πέδρο, ευτυχώς, δε χρειαζόταν να δουλεύει σε στούντιο, ούτε στο εξωτερικό ρεπορτάζ, ούτε φυσικά στο BBC –που ήταν η έσχατη κατάπτωση. Οι δυο τους όμως, προσέτρεχαν εκεί με κάθε ευκαιρία. Δεν ήταν αυτό που ονειρεύονταν να κάνουν στη ζωή τους, αλλά μήπως πόσοι κατάφερναν να το κάνουν, τώρα όπως και άλλοτε;

Ο Χάϊμε σκεφτόταν το παράδειγμα του αμπουέλο (4) Γκονθάλο, που ήταν εξαιρετικός ζωγράφος, αναγκάστηκε όμως λόγω της εποχής να δουλεύει στα τρένα και στο μετρό. Όταν ο Χάϊμε ήταν μικρός, τον πήγαινε στο μουσείο σιδηροδρόμων και τον έβαζε να «οδηγεί» τις μηχανές. Ο αμπουέλο Γκονθάλο λοιπόν, ξεκίνησε ζωγραφίζοντας για το χαρτζηλίκι του αφίσες κινηματογραφικών έργων –όπως και ο Άλφρεντ Χίτσκοκ στο ξεκίνημά του-, ο πατέρας του όμως δε συμφωνούσε και του έσπαγε συνέχεια τα πινέλα. Κι ύστερα στον εμφύλιο, ο αμπουέλο Γκονθάλο έφυγε με τους δημοκρατικούς για να καταλήξει σε στρατόπεδο αιχμαλώτων της Γρανάδα. Πάντα έλεγε ότι είναι η πιο άσχημη πόλη του κόσμου, παρότι χρόνια μετά ο Χάϊμε θα άκουγε από την νόβιά του πως η Αλάμπρα φτιάχτηκε ειδικά για τους ερωτευμένους, και μακάρι κάποια μέρα να μπορούσαν να την επισκεφτούν μαζί.

Ο Χάϊμε λυπόταν που η νόβιά του δεν είχε προλάβει να γνωρίσει τον αμπουέλο Γκονθάλο∙ οι δυο τους ήταν οι μόνοι άνθρωποι που τον αγαπούσαν αληθινά, ό,τι κι αν τους έκανε. Πονούσε μάλιστα όταν σκεφτόταν πως ο αμπουέλο Γκονθάλο δεν ήταν αληθινός του παππούς (κάτι που είχε εξομολογηθεί μόνο σ’ εκείνην, ο Πάμπλο και ο Χουάν Πέδρο φυσικά δεν είχαν ιδέα), διότι η μητέρα του – που δε ήθελε καν να τον βλέπει-, ήταν υιοθετημένη. Ούτε η υιοθεσία όμως κατάφερε να σώσει τον γάμο του αμπουέλο Γκονθάλο με την αμπουέλα Μπεγκόνια, κι έτσι στα γεράματα, έφυγε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σ’ ένα γηροκομείο σιδηροδρομικών στο νότο. Από εκεί τους έστελνε τακτικά πακέτα γεμάτα μπισκότα, ελιές και χαμόν σεράνο, λες και βρισκόταν ακόμα στην πολιορκία της Μαδρίτης. Συνέχισε να ζωγραφίζει όποτε μπορούσε, με μία παράξενη εμμονή στις βυζαντινές εικόνες. Έψαχνε, προσπαθούσε ερασιτεχνικά να τις αντιγράψει για να μάθει τα μυστικά τους, είχε γνωρίσει τυχαία κι έναν έλληνα ζωγράφο που ζούσε χρόνια στην Ισπανία, τον Δημήτρη Περδικίδη, ο οποίος όμως απεχθανόταν την βυζαντινή τέχνη, οπότε δεν είχε να του δώσει πολλές συμβουλές.

Κάποια μέρα που βρισκόταν στο σπίτι των παππούδων, η νόβια ανακάλυψε μέσα σε μια ντουλάπα με παλιά ρούχα την καμπαρντίνα του αμπουέλο Γκονθάλο. Σε χρώμα που του περιέγραψε ως ταμπά ή καφέ ω λαί, με πλαστική επένδυση από πράσινο καρώ, μιμούνταν αρκετά ικανοποιητικά τις αληθινές καμπαντίνες των γνωστών οίκων. Τη δοκίμασαν, κι επειδή ταίριαζε όμορφα και στους δύο αποφάσισαν να τη σώσουν από τη λήθη. Έτσι, όταν χρειαζόταν να την μοιραστούν, δεν υπήρχε πρόβλημα. Εκείνη, του την έφερνε έξω από τα σεμινάρια ανέργων του Ιμεφέ , όταν τον περίμενε να σχολάσει τα βράδια, κι εκείνος της την παραχωρούσε στους αγώνες του Σαντιάγο Μπερναμπέου, όταν έμπαιναν ως ηχολήπτες με την διακριτική συνενοχή του Χουάν Πέδρο –προνομιακού συνεργάτη των οπαδικών εντύπων «Γράδα μπλάνκα» (6) και «Άλα Μαντρίντ» (7) -, και μοιράζονταν το ίδιο στενό κάθισμα στο πρώτο ημίχρονο, μέχρι να βρουν δύο άδεια στο δεύτερο. Δυστυχώς, έπρεπε να προσφεύγουν πλέον σε αυτή την μικρή πλεκτάνη, αφού με τον θάνατο του πατέρα του Χάϊμε από λευχαιμία, οι συνδρομητικές θέσεις μειώθηκαν και η εναπομείνασα μετά βίας μπορούσε να εξοφληθεί.

Σε τέτοιες περιπτώσεις όμως ήταν που ο Πάμπλο ζήλευε τον Χάϊμε. Εκείνον, η Μαρισόλ όλο και συχνότερα τον πίεζε να «επισημοποιήσουν» τη σχέση τους∙ θα μπορούσαν, έλεγε, να δουλεύουν στο κατάστημα καλλυντικών του πατέρα της, οι γυναίκες πάντα θα ψωνίζουν μικροπράγματα, ακόμη και στις πιο δύσκολες εποχές. Ενώ, τον Χάϊμε η νόβιά του φαίνεται ότι δεν τον πίεζε ποτέ για τίποτα, μέχρι και στο Μπερναμπέου δεχόταν να πηγαίνει –εντάξει, γήπεδο της μισητής αντιπάλου, αλλά τι να κάνουμε; (Η Μαρισόλ ούτε έξω από το Βιθέντε Καλντερόν (8) δεν ήθελε να περνάει...) Και η καημένη, έδειχνε πάντα κομψή και χαμογελαστή, περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν καμιά φορά, αλλά αυτό μάλλον οφειλόταν στην ηλικία της. Δεν ήξερε πόσο ακριβώς, πάντως είχαν μία διαφορά με τον φίλο του. Φαινόταν από το ντύσιμο –καμιά νέα κοπέλα δε ντύνεται έτσι-, από τον τρόπο που προσπαθούσε υπερβολικά να δείξει ότι ενδιαφέρεται για ό,τι τους αφορά –ενώ ήταν σίγουρος πως τις περισσότερες φορές έπληττε-, και από το ότι κατά καιρούς έλεγε διάφορα ακατανόητα, ότι έκανε μία έρευνα για τον Μποκερίνι στη Μαδρίτη... Και η Μαρισόλ έπληττε βέβαια, αλλά τουλάχιστον εκείνη δεν προσποιούνταν.

Όσες φορές βγήκαν όλοι μαζί, υπήρξε σκέτη αποτυχία. Ο Χάϊμε και η νόβιά του συνήθως πρότειναν να πάνε στο Καφέ Χιχόν -μα ποιος πηγαίνει σ΄αυτή την αηδία; Τα γκαρσόνια φορούν λευκά σακάκια με κόκκινες επωμίδες και σειρήτια, ενώ οι θαμώνες είναι κάτι ξεχασμένοι γέροι –που όπως ισχυριζόταν ο Χάϊμε με την νόβιά του, είναι πολύ σημαντικοί-, ή τεχνοκράτες των γύρω τραπεζών που τρώνε εκεί τα μεσημέρια, και τουρίστες, που νομίζουν ότι εκεί μέσα θα βρουν λίγο άρωμα αυθεντικής μαδριλένικης εντοπιότητας... Είναι λογοτεχνικό καφενείο, επέμεναν ο Χάϊμε με την νόβιά του, ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου, από εκεί πέρασαν συγγραφείς, ηθοποιοί, πολιτικοί... «Μήπως συχνάζει και ο Μποκερίνι εκεί;» είχε ρωτήσει ο Πάμπλο. «Ο Μποκερίνι πέθανε στις αρχές του 19ου αιώνα», απάντησε η νόβια του Χάϊμε, η καημένη όμως το είπε τόσο γλυκά και παραιτημένα ώστε σε καμία περίπτωση δεν θεώρησε ότι τον ειρωνευόταν αφ’ υψηλού.

Κάποιο βράδυ ωστόσο, ο Πάμπλο και η Μαρισόλ πείστηκαν, με αποτέλεσμα οι τέσσερείς τους να καταλήξουν όντως στο Καφέ Χιχόν. Εκεί όμως, έπεσαν επάνω σ’ έναν γνωστό του Χουάν Πέδρο, που αυτοσυστήθηκε ως καινούριος συγγραφέας και άρχισε να τους εξηγεί -προτού καν τον ρωτήσουν-, ότι ετοιμάζει ένα βιβλίο με ιστορίες μετοίκων της Μαδρίτης, από διάφορες χρονικά εποχές. Είπε την ακατανόητη λέξη την οποία εξήγησε στη συνέχεια. «Δηλαδή μετανάστες;» τον ρώτησαν. «Όχι ακριβώς, τους απάντησε. Μέτοικοι ήταν οι κάτοικοι άλλων πόλεων που αποφάσιζαν να εγκατασταθούν στην αρχαία Αθήνα. Δεν υπήρξαν αυτό που σήμερα αποκαλούμε μετανάστες, συχνά μάλιστα ήταν πλούσιοι και πλήρωναν έναν υψηλό φόρο για να έχουν το προνόμιο να ζουν εκεί. Γινόταν έμποροι, διανοούμενοι ή καλλιτέχνες, ποτέ όμως δεν εξομοιώνονταν εντελώς με τους αυτόχθονες∙ ούτε οι ίδιοι ούτε τα παιδιά τους αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα.» «Και γιατί το δέχονταν αυτό;» τον ρώτησαν πάλι. «Διότι εκεί ήθελαν να ζήσουν», τους απάντησε, «ή διότι μόνον εκεί μπορούσαν να εκτιμηθούν τα ταλέντα τους. Να, όπως σ΄εσάς ο Βελάσκεθ και ο Γκόγια που έπρεπε να έρθουν στη Μαδρίτη για να αναγνωριστεί η τέχνη τους.» «Ή ο Ντι Στέφανο» (9) ... ψιθύρησε ο Πάμπλο στο αυτί του Χάϊμε, που χασκογέλασε, διότι παρά τις οπαδικές του προτιμήσεις διέθετε αίσθηση του χιούμορ. Στη γλώσσα του συγγραφέα, -όπως τους εξήγησε ο ίδιος-, η λέξη μέτοικος έχει επιζήσει και σημαίνει πάντα το ίδιο, παρότι, δυστυχώς, σε κάποιες βορειοευρωπαϊκές γλώσσες, προσέλαβε πλέον αρνητική χροιά.

Οι ίδιοι δεν κατανοούσαν την συναισθηματική φόρτιση της λέξης, ούτε για ποιο λόγο ήταν τόσο ενδιαφέρον το να είσαι μέτοικος. Εκείνοι ήταν μαδριλένοι γέννημα θρέμα, πράγμα που σήμαινε ότι μπορούσαν να διασχίζουν ολόκληρη την Γκραν Βία με κλειστά μάτια, κι ωστόσο κάθε φορά ν’ ανακαλύπτουν κάτι καινούριο, ότι στο δρόμο πρέπει πάντα να κοιτάζουν κάθε λίγο πίσω τους για ν’ αποφεύγουν δυσάρεστες εκπλήξεις, ότι πρέπει να προσέχουν το πορτοφόλι τους στο μετρό και ότι η κάγιε Θερβάντες τις ώρες της σιέστας είναι σχεδόν τόσο επικίνδυνη όσο και το Λαβαπιές στις τέσσερις τα ξημερώματα. Δεν είχε νόημα όμως να τα εξηγήσουν όλα αυτά στον «συγγραφέα». Εκείνος όμως τους εξήγησε –εντελώς εμπιστευτικά-, ότι για πρώτο μέτοικο του βιβλίου του, είχε επιλέξει τον... Ανέφερε το όνομα ενός «ιερού τέρατος», μετέπειτα νομπελίστα (10), κάτι που ο Χάϊμε θεώρησε ως απίστευτη έπαρση, ο Πάμπλο το θυμόταν αμυδρά από τα σχολικά του χρόνια, ενώ η Μαρισόλ το γνώριζε λόγω της συχνής εμφάνισης της χήρας του –τελευταίας συζύγου-, στο Hola. Η διαφορά όμως, δικαιολογήθηκε ο συγγραφέας, είναι ότι εμένα με ενδιαφέρει την σύντομη εποχή της απόλυτης εξαθλίωσής του, εκεί γύρω στις αρχές του πενήντα.

Ο καημένος, έμοιαζε σχεδόν γραφικός μέσα στην φλυαρία του –που μάλλον είχε ως στόχο τον εντυπωσιασμό της συνοδού του, παρά τους ίδιους. Ο Πάμπλο, για να διασκεδάσει την πλήξη του, άρχισε να τον πειράζει. Το ότι ο συγγραφέας δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει, τον ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο. Η νόβια του Χάϊμε αντίθετα, πήρε τόσο σοβαρά το όλο ζήτημα, ώστε προσφέρθηκε να συνεισφέρει στο βιβλίο με το υλικό της για τον Μποκερίνι. Και στην ταινία!, επαύξησαν ο Χάϊμε με τον Πάμπλο, εφόσον ως απόφοιτοι της περιώνυμης Σχολής Κινηματογράφου θα το μετέφεραν στην οθόνη.

Ήταν η σειρά τους να τον ζαλίσουν, παίζοντας εντός έδρας. Μα φυσικά, δεν το ήξερες φίλε μου; Δεν μας εκπλήσσει, δεν φροντίζουν αυτά τα πράγματα να γίνονται γνωστά στο εξωτερικό, δυστυχώς οι ισπανοί δεν ξέρουν να πουλάν τον εαυτό τους... Μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του παγκόσμιου κινηματογράφου έχουν γυριστεί εδώ! Βέβαια! Γιατί νομίζεις ότι τα έπινε στο Καφέ Χιχόν η Άβα Γκάρντνερ; Οι «Πενήντα ημέρες στο Πεκίνο» στην πραγματικότητα ήταν πενήντα ημέρες στην Μαδρίτη, τα περισσότερα γουέστερν- σπαγγέτι που έχεις δει έχουν γίνει κάτω στην έρημο της Αλμερία, για να μην μιλήσουμε για το «Δόκτωρ Ζιβάγκο»... Στη σκηνή της διαδήλωσης, όταν το πλήθος έπρεπε να τραγουδά την Διεθνή, η αστυνομία του Φράνκο κατασκόπευε μεταμφιεσμένη σε κομπάρσους, για να εντοπίσει ποιοι ήξεραν τους στίχους. Έτσι ακριβώς!

Ο φιλόδοξος συγγραφέας αλλά αδαής περί τα κινηματογραφικά, είχε μείνει εμβρόντητος...

Όσο καταναλωνόταν το οινόπνευμα, τόσο αυξάνονταν οι λεπτομέρειες του κοινού τους σχεδίου. Η ταινία θα έπρεπε να είναι σπονδυλωτή, οπωσδήποτε. Στο τέλος, όλοι οι ήρωες των διαφορετικών εποχών θα συναντιόνταν σ’ έναν άχρονο χώρο, -στο Καφέ Χιχόν ας πούμε. Και σαν επισφράγιση της αξιομνημόνευτης νύχτας, ο συγγραφέας ανακοίνωσε στον Χάϊμε και την νόβιά του ότι θα τους συμπεριλάμβανε στο βιβλίο του ως «εραστές του Καφέ Χιχόν» (Ο Πάμπλο και η Μαρισόλ είχαν βρει καταφύγιο στην γωνιά του καπνοπώλη δίπλα από την είσοδο, με συνέπεια να εξαιρεθούν από αυτή την τιμή). Μα εμείς δεν είμαστε μέτοικοι, απόρησε ο Χάϊμε∙ όχι, εγώ είμαι, επέμεινε η νόβιά του, μέτοικος για λόγους αισθηματικούς -κατηγορία που μάλλον δεν υπήρχε στην αρχαία Αθήνα.

Όταν μπόρεσαν επιτέλους να ξεκολλήσουν, η νύχτα είχε ήδη χαθεί και κανείς τους δεν είχε διάθεση να συνεχίσει για χορό στο «Ντέχατε μπεσάρ» -στο ισόγειο της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο Σαντιάγο Μπερναμπέου, απέναντι ακριβώς από εκείνην όπου διέμενε ο Φράνκο, πριν την «ανέλιξή» του φυσικά, και συνεπώς πριν από την έμμεση ανάμειξή του στα κινηματογραφικά δρώμενα της εποχής του «Δόκτορος Ζιβάγκο»...

Η μόνη παραχώρηση που έκανε έκτοτε ο Πάμπλο στα λεγόμενα «λογοτεχνικά καφενεία», ήταν πλέον εκείνο το ερείπιο, το Κομερθιάλ που στον δεύτερο όροφο είχε συνδρομητική τηλεόραση και μπορούσαν να βλέπουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες.

Γι΄αυτό δεν ήθελε να βγαίνουν μαζί με τις γυναίκες. Ή ο φίλος του θα μεταμορφωνόταν σε κάποιον που προσπαθεί να παραστήσει τον έξυπνο, ή δεν θα συμφωνούσαν για το πού θα πάνε, ή κάποια παρεξήγηση θα δημιουργούνταν –εκτός του ότι ήταν σχεδόν σαχλό να βλέπει τον Χάϊμε ως περιποιητικό ερωτευμένο με την νόβιά του. Κάποτε μάλιστα, μάλωσε με την Μαρισόλ εξαιτίας της, διότι εκείνη δε μπορούσε να εξαπατηθεί εύκολα. Τις ήξερε τις γυναίκες αυτού του είδους∙ ήταν οι καλύτερές της πελάτισσες και οι πιο διασκεδαστικές. Πάντα το απολάμβανε όποτε κατέπλεαν στο κατάστημα καλλυντικών. Όταν μάλιστα τύχαινε να συναντήσουν εκεί μέσα καμιά παλιά συμμαθήτρια ή γνωστή ήταν σωστό γλέντι! Αντάλλασσαν φιλιά στον αέρα και γελοίες φιλοφρονήσεις: «δεν έχεις αλλάξει καθόλου!», «σωστό κοριτσάκι», ενώ λίγο πιο πέρα τα προεφηβικής –ή προπανεπιστημιακής, για τις πιο βιαστικές- ηλικίας παιδιά τους ανιούσαν. Η Μαρισόλ είχε αναπτύξει μία λαμπρή εμπορικά μέθοδο για να τις αντιμετωπίζει∙ «Συμμαθήτριες είπατε; Με συγχωρείτε δεν έχω το δικαίωμα να εκφέρω άποψη, αλλά (αυτό το είχε ακούσει στην τηλεόραση και της άρεζε)... Τελικά, ό,τι καλλυντικό και να πάρεις, αν δε βοηθάει το γονίδιο... Σίγουρα θα είστε χορτοφάγος ή θα κοιμόσαστε πολλές ώρες, θα γυμνάζεστε ευσυνείδητα...» Και οι πελάτισσες επέστρεφαν πάντοτε ευχαριστημένες. Μία τέτοια λοιπόν ήταν και η νόβια του Χάϊμε, το έμπειρο μάτι της Μαρισόλ δε μπορούσε να ξεγελαστεί∙ και τα χρήματα, ποιος ξέρει πώς τα έβρισκε για να κάνει τα ψώνια και τις έρευνές της, διότι ο κακόμοιρος ο Χάϊμε δεν έχει ούτε για ν’ αναπνεύσει. Σίγουρα θα εισέπραττε καμιά διατροφή, ίσως και δύο, όλο και κάποιος θα στραβώθηκε στα νιάτα της, αυτές συνήθως έτσι τα καταφέρνουν, μπορεί να είναι ακόμα παντρεμένη, γι΄αυτό χάνεται κάθε τρεις και λίγο, κι όταν επιστρέφει τρέχουν με τον Χάϊμε στα ξενοδοχεία... Κι αν όχι, κατά πάσα πιθανότητα θα διαθέτει κρυφούς πόρους, κληρονομικά, υπέργηρες συγγενείς που τους κλέβει τα κοσμήματα για να τα επιδεικνύει όταν βγαίνουν –λες και νοιάζεται κανείς-, ή να τα «σκοτώνει» στα ενεχυροδανειστήρια της Πουέρτα ντελ Σολ και να κάνει μεγάλη ζωή με τον Χάϊμε... Η φαντασία της Μαρισόλ ήταν ανεξάντλητη σε υποθέσεις εναντίον της. Κάποτε ξέσπασε και μπροστά στον Πάμπλο.

«Θα μπορούσε να ντύνεται πιο νεανικά και να βάφεται πιο ανάλαφρα για να μην επιβαρύνει τη θέση της», του σχολίασε. «Θα μπορούσες κι εσύ να είσαι πιο περιποιημένη, αφού έχεις κατάστημα καλλυντικών», τόλμησε να της απαντήσει ο Πάμπλο. «Εγώ έχω τα νιάτα μου, δε χρειάζομαι τα παστώματα και τις φροντίδες που κάνει αυτή», θίχτηκε η Μαρισόλ. Η αλήθεια είναι ότι ο Πάμπλο δεν εννοούσε ότι παραμελούσε τον εαυτό της∙ αντίθετα, του άρεσε πολύ με τα τζην και την αλογοουρά, και χρειάστηκε χρόνο μέχρι να την πείσει ότι δεν θα πήγαινε ποτέ με γυναίκες μεγαλύτερες, ακόμη κι αν κυκλοφορούσαν κομψές και μιλούσαν εξεζητημένα όπως η νόβια του Χάϊμε. Όμως, έτσι ήταν πάντα ο φίλος του: του άρεζαν οι μεγαλύτερες και η Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν θα τον άλλαζε τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια... Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι δυο τους, ήταν να κρατούν τις ποδοσφαιρικές τους προτιμήσεις και τις γυναίκες τους μακριά ο ένας από τον άλλον. Δεν αγαπώ αυτά που αγαπάς, αλλά αγαπιόμαστε, το ίδιο ισχύει στη φιλία, στον έρωτα όπως και στο ποδόσφαιρο.

Διότι και ο Χάϊμε πράγματι ένιωθε περήφανος για τον φίλο του τον Πάμπλο, όπως και για τον αμπουέλο Γκονθάλο, την νόβιά του και τον τίο Πάκο.

Ο τίο Πάκο (που κι αυτός δεν ήταν αληθινός του θείος, ο τίτλος τού απονεμόταν καταχρηστικά, λόγω αδελφικής φιλίας με τον πατέρα), υπήρξε το πρότυπο του αυτοδημιούργητου επιτυχημένου. Με κάποιον τρόπο που κανείς δε γνώριζε, από λογιστής έγινε εκατομμυριούχος (μάλιστα, για ένα διάστημα είχε αλλάξει το συνδρομητικό του κάθισμα δίπλα τους στο γήπεδο, μ’ ένα άλλο στην εξέδρα των εξεχόντων προσώπων του πάλκο ντε ονόρ, αλλά επάνω στην πρώτη τεμποράδα (11) βαρέθηκε και γύρισε πίσω στην παλιά του θέση μαζί τους. Το ότι μετά από το τυπικό τηλεφώνημα των συλλυπητηρίων για τον θάνατο του πατέρα δεν φρόντισε να επικοινωνήσει ξανά, θα πρέπει μάλλον να δικαιολογηθεί από τον φρενήρη ρυθμό των επαγγελματικών του υποχρεώσεων). Ο τίο Πάκο όμως, ήταν λιγότερο μύθος για τον ξαφνικό πλουτισμό του, και περισσότερο για τις υψηλές του γνωριμίες με τον ίδιο τον Μπερναμπέου και τον Σανθ! Ο ίδιος διηγόταν πάντα ότι, όποτε η ομάδα είχε οικονομικά προβλήματα, όλοι έλεγαν: «να φωνάξουμε τον Πακίτο». Βέβαια, οι διηγήσεις του τίο Πάκο επιδέχονταν διάφορες παραλλαγές, ανάλογα με το ακροατήριο, την ώρα και την διάθεσή του, δε μπορούσε όμως κανείς να μην του αναγνωρίσει ότι ήταν πάντοτε γλαφυρές, ανεξαρτήτως αυθεντικότητας. Όσο για τα οικονομικά, δεν είχαν λόγο να μην τον πιστέψουν -εξάλλου, από απλός λογιστής έγινε εκατομμυριούχος. Και μάλλον οφείλεται σε κακή χρήση των συμβουλών του το γεγονός ότι χρόνια ολόκληρα οι πρόεδροι έφευγαν αφήνοντας το ταμείο της ομάδας άδειο –μέχρι που υπέκυψαν στους νόμους του μάρκετινγκ και διορθώθηκαν κάπως τα πράγματα. Το ότι πάλι ο Χάϊμε ποτέ δεν του τηλεφώνησε, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, όταν δεν του περίσσευε ούτε ένα ευρώ για ν’ αγοράσει τη Μάρκα (12), οφειλόταν στην παροιμοιώδη μαδριλένικη περηφάνια -ίσως και στον ενδόμυχο φόβο μήπως ένας μύθος που κρατούσε ήδη από την παιδική του ηλικία, καταρρεύσει.

Κάποια στιγμή όμως, ο Χουάν Πέδρο τούς βρήκε κάτι αληθινά εξαιρετικό: έναν διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τεχνικούς συνεδρίων. «Είναι σχεδόν αυτό που κάνετε και στη Μαδρίτη με τις εκδηλώσεις του δήμου», τους εξήγησε, «κάπως λιγότερο διασκεδαστικό και περισσότερο καλοπληρωμένο. Έχουν μόνον εξήντα θέσεις για ολόκληρη την Ευρώπη και πρέπει να φρεσκάρετε τα αγγλικά σας για τις γραπτές εξετάσεις, αλλά μην ανησυχείτε είναι με το σύστημα των πολλαπλών επιλογών». Στην αρχή ενθουσιάστηκαν, γρήγορα όμως κατάλαβαν πως ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους. Έπρεπε να μελετήσουν πολύ, κάτι για το οποίο δεν είχαν πια κουράγιο, κι έπειτα, ποιος θέλει να ζήσει στις Βρυξέλλες; Καλύτερα να φυτοζωεί εκεί στη Μαδρίτη, στο φριχτό οροπέδιο. Άλλωστε, οι φήμες επέμεναν ότι σύντομα θα άνοιγε ο Αυτόνομος Τηλεοπτικός Σταθμός των Βαλεαρίδων Νήσων, και οι δύο καστιγιάνοι θα έφευγαν για εκεί. Είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν όνειρα –αν και η Μαρισόλ είχε ξεκαθαρίσει στον Πάμπλο ότι δεν θα εγκατέλειπε με τίποτα την πρωτεύουσα.

Ο Χάϊμε με την νόβιά του θα μένουν στη συνοικία του Σαντ Αγκουστί της Πάλμα ντε Μαγιόρκα. Το διαμέρισμά τους θα βλέπει κατευθείαν στη θάλασσα. Θα ζουν όλη μέρα με τον ήχο των κυμάτων, και τη νύχτα, το νανούρισμά τους θα τους βυθίζει σ’έναν ευδαίμονα ύπνο. Σ’ ένα νησί όπου το καλοκαίρι διαδέχεται η άνοιξη και άλλη εποχή δεν υπάρχει (τουλάχιστον έτσι το φαντάζεται ένας καστιγιάνος του οροπεδίου), όπου ο καθένας κάνει τη δουλειά που του ταιριάζει, ο καπνιστός σολωμός και η σαμπάνια πουλιούνται φτηνά στα σούπερ μάρκετ και ο κόσμος τα βράδια κυκλοφορεί με τα καλά του, θα βρουν επιτέλους, μετά από τόσα βάσανα, το καταφύγιο που τους αξίζει. Δε θα χρειάζεται πλέον να τρέχει με την κάμερα σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις και τρομοκρατικά χτυπήματα, ούτε ν’ ανησυχεί για εκείνην που φοβάται. Δουλειά στούντιο όλη μέρα, τα αιώνια σκάνδαλα των φαμόσος (13) που τιμούν το νησί με την παρουσία τους, και, εκτάκτως το καλοκαίρι, οι διακοπές του άνακτος μετά της οικογενείας. Ίσως κάποτε μάλιστα, να έφτανε στο σημείο να νοσταλγεί την βρωμιά, τον θόρυβο και τον κίνδυνο του Ράστρο (14), ή τις διαδρομές με το μετρό και τον περίπατο στην Γκραν Βία –διότι εκείνο που σίγουρα θα νοσταλγούσε μέσα στον προαλειφόμενο παράδεισο θα ήταν τα παιχνίδια στο Μπερναμπέου. Όμως, όλοι οι παράδεισοι είχαν πάντοτε ελλείψεις, ήδη από τον πρώτο.

Έτσι, πέρασε εκείνος ο «ιστορικός» χειμώνας∙ ή μπορεί να ήταν και δύο. Τα γεγονότα μπερδεύονταν στο μυαλό του Χάϊμε και του Πάμπλο: τα χιόνια με τις τρομοκρατικές επιθέσεις, τα βραβεία Γκόγια με τις πολιτικές αλλαγές, οι συγκλονιστικές ανατροπές της προσωπικής τους ζωής με βραδιές χαμένες ή χαρούμενες στα μπαρ, οι εξελίξεις από τον μικρόκοσμο του επαγγέλματος με τους εμπρησμούς ουρανοξυστών στο κέντρο της πόλης... Δεν είχαν καταφέρει να επιστρέψουν στους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς –εκτός από μία δίμηνη σύμβαση του Χάϊμε για αντικατάσταση λόγω ατυχήματος κάποιου εικονολήπτη-, ούτε είχαν κατορθώσει ν’ απαλλαγούν από τους χορούς των ηλικιωμένων στα πολιτιστικά κέντρα, δεν είχαν θελήσει να διακινδυνεύσουν τον διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και βάσιζαν πάντα τον βιοπορισμό τους κυρίως στο «BBC». Και καμία από τις δύο ομάδες τους δε φαινόταν να κερδίζει το πρωτάθλημα.

Η παραμονή της Πρωτοχρονιάς τους βρήκε λόγω «ρεπό» στην ιρλανδέζικη παμπ. Ο Πάμπλο ήταν μόνος επειδή η Μαρισόλ έπρεπε απαραίτητα να την περάσει οικογενειακά, ενώ ο Χάϊμε με τη νόβιά του διένυαν ξανά μία από τις γνωστές τους περιόδους χωρισμού, με σβήσιμο τηλεφωνικών αριθμών από τα κινητά, μελοδραματικές δηλώσεις, μεγάλες αποφάσεις, αντικαταθλιπτικά χάπια, μέχρι την επόμενη παθιασμένη επανασύνδεση, «και άντε πάλι η ταινία», -όπως έλεγε ο Πάμπλο. Είχαν ήδη επιχειρήσει να συντονιστούν με το χαρούμενο κλίμα της ημέρας παρακολουθώντας τον μαραθώνιο των μεταμφιεσμένων από την πλάθα Θιμπέλες. Ο εικονολήπτης του τοπικού σταθμού που κάλυπτε ζωντανά την εκδήλωση, τους χαιρέτησε με την ίδια εγκαρδιότητα με την οποία απηύθυνε πειράγματα και την ευχή «καλή χρονιά» στους συμμετέχοντες. Το γεγονός ότι δεν τους αναγνώρισε σαν συναδάλφους, τους κατέθλιψε ακόμη περισσότερο, στρέφοντάς τους για παρηγοριά στο Καφέ Ρομάντικο της πλάθα ντελ Οριέντε. Σκέφτηκαν να προσφέρουν αυτή τη σπάνια πολυτέλεια στον εαυτό τους, μήπως και βοηθούσε την κατάσταση. Όμως η ατμόσφαιρα εκεί μέσα απέπνεε μία γλυκειά θλίψη∙ παραμονή Πρωτοχρονιάς και όλοι, οι κυρίες με τα παλαιομοδίτικα ταγιέρ και τα πληθωρικά κοσμήματα, οι συνοδοί τους με τα ακριβά παλτώ, οι καλλιτέχνες από την παρακείμενη Βασιλική Όπερα, τα γκαρσόνια, οι καθαρίστριες, όλοι χαμογελούσαν τρυφερά μεταξύ τους, χωρίς να γνωρίζονται, διότι ήταν το πιο γλυκό απόγευμα του χρόνου. Σα να έλεγαν ο ένας στον άλλον: «μαντεύω ότι τα πράγματα δεν ήρθαν πάντα εύκολα για σένα, όμως σου εύχομαι ολόψυχα να σε περιμένει κάτι καλύτερο εκεί έξω, ξεκινώντας από απόψε κιόλας! Και, μακάρι να συμβεί σ’ εμένα το ίδιο...»

Οπότε, το μόνο που τους απέμενε, ήταν το γνωστό τους καταφύγιο, η ιρλανδέζικη παμπ στην ουδέτερη ζώνη, ανάμεσα στην πλατεία Κυβέλης όπου ο Χάϊμε γιόρταζε τις νίκες της Ρεάλ και την πλατεία Ποσειδώνα όπου ο Πάμπλο γιόρταζε τις νίκες της Ατλέτικο. Εκεί επιτέλους, κατάφεραν να νιώσουν κάπως καλύτερα. Σαν μέτοικοι στην ίδια τους την πόλη, παρασυρμένοι από την ευφρόσυνη γιορτή της παροικίας, αποφάσισαν ότι μέσα στην επόμενη χρονιά τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα, κι αν όχι, ο Πάμπλο θα τα μάζευε και θα έφευγε σε κάποια αγγλοσαξωνική χώρα που είναι Γη της Επαγγελίας για τα οπτικοακουστικά, όχι όπως εδώ στο φριχτό οροπέδιο (κάτι που δελέαζε μέχρι και την Μαρισόλ), ενώ ο Χάϊμε θα τα μάζευε και θα κατέβαινε μαζί με την νόβιά του –αν συμφιλιωνόταν φυσικά, πράγμα στατιστικά βέβαιο-, στα παράλια, όπου κάποια θέση στις αυτόνομες τηλεοράσεις θα έβρισκε. Και λόγω της ημέρας, ο μεν Πάμπλο απέφυγε την σκέψη που τον παρέλυε πάντα, πως με τ’ ανεπαρκή αγγλικά του και την παντελή έλλειψη γνωριμιών, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να περάσει μεγάλες πείνες και απόρριψη, ο δε Χάϊμε έδιωξε αντανακλαστικά τον φόβο ότι η νόβιά του θα κουραζόταν να τον ακολουθεί, να τον υποστηρίζει και να υφίσταται όλες τις ταλαιπωρίες που υπέμενε μέχρι τώρα, και την σκέψη που τον έκανε να ντρέπεται -πως, παρ’ό,τι ήταν το πιο όμορφο του είχε συμβεί ποτέ, μάλλον δεν του συνέβη τη στιγμή που το ήθελε.

-Για την ώρα δουλεύουμε στο BBC, είπαν στον μπάρμαν –όταν θεώρησε ότι ήταν πλέον καιρός να μάθει κάτι περισσότερο γι’ αυτούς.
Έπεσε μία σιωπή προοιωνίζοντας αμηχανία κι εχθρικότητα.
-Γάμοι, βαφτίσια, κοινωνίες, εξήγησαν.
Εκείνος γέλασε δυνατά και υποσχέθηκε, -χτυπώντας ξύλο-, ότι θα τους έχει υπ’ όψιν αν ποτέ διαπράξει το απονενοημένο (διά)βημα να παντρευτεί και να τεκνοποιήσει, διότι για την πρώτη μετάληψη ήταν κάπως αργά να επωφεληθεί των υπηρεσιών τους.
Έξω, η Πουέρτα ντε Αλκαλά, από το Μπάριο Σαλαμάνκα μέχρι κάτω στην Πλάθα Θιμπέλες, έμοιαζε με δρόμο που οδηγεί στον παράδεισο, φωταγωγημένο από χιλιάδες λαμπιόνια· κρίμα που λόγω της ημέρας είχαν αφήσει κάμερες και μηχανές στο σπίτι.

1. Από τα αρχικά των ισπανικών λέξεων Bodas (γάμοι), Bautizos (βαφτίσια), Comuniones (πρώτες κοινωνίες των καθολικών).

2. Ερμηνευτής παραδοσιακών τραγουδιών κόπλας

3. Εθνικές οδούς

4. Παππού

5. Δημοτικό Ινστιτούτο Απασχόλησης και Επαγγελματικής Κατάρτισης

6. «Λευκή κερκίδα» δωρεάν έντυπο των εντός έδρας αγώνων με σχετικές πληροφορίες γι΄αυτούς.

7. «Εμπρός Μαδρίτη», έντυπο που αποστέλλεται κατ’ οίκον στα εγγεγραμένα μέλη του συλλόγου.

8. Γήπεδο της Ατλέτικο Μαδρίτης στην αντίθετη πλευρά της πόλης.

9. Ο θρυλικός παίκτης της Ρεάλ Μαδρίτης του 50, ήταν αργεντινός.

10. Προφανώς εννοεί τον Καμίλο Χοσέ Θέλα.

11. Σαιζόν

12 Ημερήσια αθλητική εφημερίδα, με τιράζ που ξεπερνά τις πολιτικές, φίλα προσκείμενη στην Ρεάλ Μαδρίτης

13 Διάσημων

14 Μεγάλο κυριακάτικο παζάρι


Είχε σχεδιάσει την είσοδό του επί μακρόν. Θα έπρεπε να ήταν σίγουρη αλλά συγχρόνως αδιάφορη, σαν ένα κομμάτι της καθημερινότητάς του που το διεκπεραίωνε χωρίς σκέψη. Ή μάλλον, θα έπρεπε να δείχνει σκεφτικός, για ζητήματα ακριβώς αυτής της καθημερινότητας. Κανείς δεν θα έπρεπε ούτε καν να φανταστεί πως ένας παρείσακτος προσπαθούσε να ενταχτεί ανάμεσά τους. Αν και εκεί μέσα, κανείς δεν σκεφτόταν τόσο πολύ. Εκείνος όμως, ήταν αναγκασμένος να σκεφτεί τα πάντα. Ο ίδιος, που κάποτε έμπαινε δοξασμένα στο καφέ Χιχόν, απόλυτος κυρίαρχος του χώρου, θριαμβευτής των βλεμμάτων. Όμως φυσικά, δεν ήταν δυνατόν τα πράγματα να πηγαίνουν αιωνίως τόσο καλά.

Πάντα ένιωθε λίγο διαφορετικός∙ και ήθελε να το δείχνει, να το επιδεικνύει μάλιστα, να προβάλλει οτιδήποτε τον έκανε να ξεχωρίζει. Από την αγγλίδα μητέρα του, σε μία επαρχιακή πόλη του βορρά, ως την έφεσή του στο γράψιμο και την αθυροστομία του. Μέχρι μία εποχή, ένα προς ένα όλα του τα όνειρα είχαν αρχίσει να πραγματοποιούνται. Είχε έρθει στην πρωτεύουσα, με το πρώτο του ήδη βιβλίο οι κριτικοί και το κοινό τον είχαν λατρέψει, έμπαινε στο Καφέ Χιχόν πιο άνετα απ’ ό,τι στο σπίτι του... Θα προτιμούσε βέβαια κάποιο αντίστοιχο παρισινό λογοτεχνικό καφενείο, αλλά εδώ τον έριξε η μοίρα, σ’ αυτή την καθυστερημένη γωνιά της Ευρώπης που η Ευρώπη την θεωρεί ακόμη βάρβαρη, οπισθοδρομική κι επικίνδυνη –ιδίως μετά τον εμφύλιο και την δικτατορία-, ωστόσο χρησιμοποιεί χωρίς να κοκκινίζει τον πολιτισμό της... Την ίδια στιγμή όπου αλλού ο τόπος έβραζε από νέα δυναμικά κινήματα, εκεί θεωρούνταν ήδη πολύ το να καταγγείλλεις την υπάρχουσα κατάσταση. Αυτό έκανε και ο ίδιος και πέτυχε. Το πόσο θα ενδιέφερε το βιβλίο του εκτός των –σχεδόν κλειστών- συνόρων, δεν τολμούσε ούτε να το σκεφτεί. Ίσως θα μπορούσε να συναντήσει κάποια σχετική απήχηση κι εκεί για τον ίδιο ακριβώς λόγο: την απεικόνιση της «ισπανικής ιδιαιτερότητας» -ήταν όμως αυτό το μεγάλο έργο που ονειρευόταν; Ή μήπως ονειρευόταν υπερβολικά;

Και καθώς ήταν απορροφημένος από αυτά τα ζητήματα, συνέβη το κακό. Ίσως θα έπρεπε να το περιμένει∙ είχε ήδη συμβεί σε πολλούς άλλους. Ξαφνικά, η λογοκρισία «ξύπνησε» από τον λήθαργό της κι αποφάσισε ότι αρκετή περίοδο χάριτος του είχε απονείμει. Έτσι, είδε κι αυτός, όπως πολλοί ομότεχνοι, τα βιβλία του να αποσύρονται από τις προθήκες, κι ένα τελευταίο να μην καταφέρνει καν να πάρει την περιβόητη άδεια δημοσίευσης. Όπως γινόταν πάντοτε σε παρόμοιες περιπτώσεις, καθώς είχε ήδη αποδείξει με το παράδειγμά του ο Μπωντλαίρ, όταν μία χώρα αρνείται να εκδώσει το πόνημά σου, κάποια άλλη πιο φιλελεύθερη ή πιο αδιάφορη θα βρεθεί να το πράξει. Ο Μπωντλαίρ, ως γαλλόφωνος κατέφυγε στο Βέλγιο, εκείνος βρήκε το εκδοτικό του καταφύγιο στο Μπουένος Άϊρες. Αυτό όμως προκάλεσε ακόμη περισσότερο την μήνιν των λογοκριτών, με μία ασύλληπτη εκστρατεία εναντίον του: το ένα μετά το άλλο τα έντυπα που φιλοξενούσαν τα άρθρα του και το κρατικό ραδιόφωνο διέκοπταν τη συνεργασία μαζί του προσπαθώντας να τον καταδικάσουν στην απόλυτη ένδεια. Μάλλον υπολόγιζαν ότι μαζί με κάποια προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν, θα ήταν επαρκής τιμωρία. Κανείς δεν γνώριζε πώς βιοποριζόταν τον καιρό εκείνο, πάντως η θιγμένη του αξιοπρέπεια τον έκανε να αποφεύγει τα λογοτεχνικά καφενεία -και ιδιαίτερα το Καφέ Χιχόν, όπου όλα του θύμιζαν ότι κάποτε υπήρξε συγγραφέας ενώ τώρα όλα τον εμπόδιζαν από το να είναι.

Θα κατέφευγε λοιπόν σε άλλα καφενεία. Στο Κοκ ή το Τσικότε, ανάμεσα σε εργάτες, υπαλλήλους, εμπόρους και θα προσπαθούσε να περάσει σαν ένας από αυτούς. Θα καθόταν στο μπαρ, θα παράγγελνε με ύφος σκοτισμένο και στη συνέχεια θα επιχειρούσε ν’ ανοίξει ή να συντηρήσει μία συζήτηση με τον διπλανό του. Οι συγγραφείς μπορούν να στέκουν σιωπηλοί, ή να χαριεντίζονται μεταξύ τους στα λογοτεχνικά καφενεία· οι άνθρωποι όμως της δράσης και του αγοραίου βίου στα δικά τους μιλούνε, φωνασκούν, παραπονιούνται για την αύξηση των φόρων, την κίνηση της αγοράς, την ποιότητα των εμπορευμάτων, τον καιρό ή τα αποτελέσματα του ποδοσφαίρου, σε καμία περίπτωση όμως δεν στέκονται ν’ αναλογιστούν. Η Μαδρίτη τους με τη Μαδρίτη των συγγραφέων είναι δύο εντελώς διαφορετικές πόλεις που απλώς συμπίπτουν γεωγραφικά. Προσπαθούσε να μπει στη θέση τους για να τους καταλάβει∙ εξάλλου, γιατί είχε τόση σημασία να είναι κανείς συγγραφέας σε μία χώρα που είχε απείρως σοβαρότερα προβλήματα από τα λογοτεχνικά και σε μια εποχή όπου σεβαστή μερίδα του πληθυσμού αποτελούνταν από αναλφάβητους;

Θα έπρεπε τώρα να ενταχτεί σ’ έναν κόσμο άγνωστο, εφόσον ο δικός του τον είχε εξορίσει. Θα καθόταν πάντοτε στο βάθος της αίθουσας, ή στο μπαρ του καφέ, αλλά ποτέ στο παράθυρο, μην τυχόν περάσει κανένας γνωστός από έξω και τον δει. Και αν του ερχόταν η επιθυμία να βγάλει από την τσέπη του ένα κομμάτι χαρτί για να σημειώσει κάτι, θα την κατέπνιγε. Τι γράφεις εκεί; Ά, τίποτα, έσοδα-έξοδα, προγνωστικά για το ποδόσφαιρο, ένα γράμμα στον αδελφό μου... Μένει μακριά ο αδελφός σου;


Ο Μάϊος είναι μάλλον ο πιο υποφερτός μήνας στην Μαδρίτη. Εσείς, φυσικά, ντόνια Φλορ θα το γνωρίζετε καλύτερα από εμένα... Ξέρετε τι έλεγαν οι παλαιότεροι: “έξι μήνες χειμώνας κι έξι μήνες κόλαση”(1). Έ, στις παρυφές αυτών των δύο μπορεί ν’ αναπνεύσει κανείς. Ν’ αναπνεύσει, φυσικά, είναι σχήμα λόγου, στην ηλικία μου ακόμη κι αυτό γίνεται με κόπο. Για κάθε ανάσα που θα με κρατήσει για λίγο ακόμη σ’ αυτή τη ζωή, σ’ αυτή την καταραμένη πόλη, καταβάλλω μόχθο· για ν’ ανέβω τα δύο- τρία σκαλοπάτια από το πάτωμα μέχρι το τραπέζι με την βιόλα μου -περίπλοκο σύστημα, αλλά η πενία και η ασθένεια τέχνας κατεργάζονται- εκπληρώνω κάθε μέρα έναν ηράκλειο άθλο -δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Θα μου πείτε, αξίζει τον κόπο; Όταν έχεις χάσει δύο συζύγους, τόσα παιδιά, και την υγεία σου, τι λόγο έχεις να συνεχίσεις ν’ αναπνέεις (κάτι, που όπως σας είπα, εκτελώ με δυσκολία). Για να γράψω άλλο ένα κουιντέτο εγχόρδων; Έχω ήδη γράψει άπειρα. Και ποιος θα τα ερμηνεύσει πλέον; Η μουσική αλλάζει, κανείς δεν ενδιαφέρεται πια για το ύφος ενός γέρου ιταλού μαέστρο. Κάποτε ναι, ο ινφάντε ντον Λουίς (2) λάτρευε τη μουσική μου, προσπαθούσε ο κακόμοιρος να παίξει και ο ίδιος, δεν του έλειπε η μουσική παιδεία, το γνωρίζετε, αλλά να, φυσικά, τα δώρα των Μουσών, όπως λέμε και στην Ιταλία... η φύση δείχνει να τα μοίρασε σωστά: εμείς τα κατέχουμε κι εκείνοι τα συντηρούν συντηρώντας εμάς και τα απολαμβάνουν... Όχι, λάθος κάνω, ακόμα κι ένας γέρος ιταλός μαέστρο μπορεί να σφάλει. Όλα λάθος είναι, ντόνια Φλορ! Εμείς που κατέχουμε τα δώρα των Μουσών, θα έπρεπε να τα απολαμβάνουμε και να τα φέρνουμε στο φως για να τα απολαμβάνουν και οι άλλοι... Χωρίς να έχουμε ανάγκη από κανέναν προστάτη, ή να φοβόμαστε εάν θα εκπέσουμε από την εύνοιά του – όπως συνέβη μ’ εκείνην την άθλια Μπεναβέντε (3) -, ή αν θα διαπράξει κάποια πολιτική γκάφα και θα τον διώξουν –όπως συνέβη με τον Λυσιέν Βοναπάρτη (4) -, δίχως να φοβόμαστε αν θα πεθάνει –όπως συνέβη με τον κακόμοιρο ινφάντε ντον Λουίς-, ή να το υπομένουμε καρτερικά κάθε φορά που αποφασίζει ν’ αλλάξει τόπο διαμονής εφόσον πάσχει από μελαγχολία...

Παρεμπιπτόντως, έχετε δει πώς μετακομίζει ένας γκράντε ντ’ Εσπάνια; Όλους εκείνους τους υποτακτικούς με τις οικογένειές τους, μάγειρες, ιπποκόμοι, μουσικοί της προσωπικής του ορχήστρας, ο γιατρός, παιδιά να φωνάζουν, κιβώτια, καραβάνια, πακέτα να πέφτουν στο δρόμο, κάρα, άμαξες... Εκστρατεία ολόκληρη... Κι εγώ, μαζί με την πρώτη μου σύζυγο - ο Κύριος ν’ αναπαύει την ψυχή της-, το περάσαμε πολλές φορές με τον συγχωρεμένο ντον Λουίς -ο Κύριος ν’ αναπαύει την ψυχή κι εκείνου. Όσο ζούσε, πέρα από τις μετακινήσεις του μέχρι να εγκατασταθεί στην Μποαντίγια ντελλ' Μόντε, είχαμε ό,τι ζητούσαμε. Στο τέλος, ακόμη και μία μικρή εκλεκτότατη ορχήστρα αποκλειστικά για τα έργα που του συνέθετα, τα έργα μου. Ακόμα κι όταν έφυγε ο Μανφρέντι (5) , -τον είχα σαν αδερφό μου- η γη συνέχισε να γυρίζει, εγώ να συνθέτω, η ορχήστρα μας να παίζει αγγελικά κι ο κόσμος να ευφραίνεται. Εκείνο το ενδιαίτημα υπήρξε ένας μικρός παράδεισος κι όταν όλοι χόρευαν τη μουσική μου ένιωθα ότι είχα κάνει μία καλή πράξη. Το να χαρίζεις στον κόσμο λίγες στιγμές ευτυχίας, δεν είναι λίγο, θα έλεγα πως είναι ήδη πολύ, για έναν μουσικό μάλιστα που δεν έχει παρά μόνον την τέχνη του, είναι ο μοναδικός τρόπος για να βοηθήσει τους άλλους. Ναι, χορεύοντας έστω. Οι ντόπιοι ξέρετε, έχουν πάθος με τον χορό. Με συγχωρείτε, δεν εννοούσα να σας προσβάλλω, κι εγώ τόσα χρόνια εδώ... Θα μπορούσα να είχα φύγει χίλιες φορές, όμως δεν έφυγα ποτέ. Κι όποτε έφευγα, πάντα ξαναγυρνούσα. Ακόμη και όταν ήρθαν οι πόλεμοι, έμεινα εδώ και μοιράστηκα τη δυστυχία σας... Κι ο χορός βέβαια, είναι μία μορφή τέχνης. Τα αδέλφια μου που έμειναν στη Βιέννη, είναι διάσημοι χορευτές στην όπερα εκεί... Δεν θα το πιστέψετε, αλλά ακόμη και με τον Ονορέ Βιγκανό είμαστε συγγενείς εξ’ αγχιστείας! Αυτός ο άνθρωπος λοιπόν εκπροσωπεί την κρέμα και το άνθος, όπως λέτε κι εσείς εδώ, της Τερψιχόρης. Πώς; Όχι, αυτή, -με συγχωρείτε που γελάω-, ήταν ελληνίδα μούσα, η προστάτις της τέχνης του χορού... Προς Θεού, δεν υπαινίσσομαι τίποτα για την μόρφωσή σας, απλά είμαι ένας γέρος ιταλός μαέστρο, και μιλώ κάπως παλαιομοδίτικα. Σαφώς και ο χορός είναι μία τέχνη που εσείς φέρετε στο αίμα σας... μακάρι να μπορούσα πλέον να χορέψω κι εγώ... Έγραψα όμως πολλούς χορούς, μέχρι και φαντάνγκο, για να ικανοποιήσω την μανία σας... Θέλω να πω, ότι υπάρχουν είδη μουσικής που πρέπει να τα ακούς ευλαβικά ακίνητος... Εκκλησιαστική, ναι φυσικά, αυτήν εννοώ, σωστά το καταλάβατε, αν και δεν ήταν το δυνατό μου σημείο· εγώ αφιερώθηκα στα εγκόσμια. Εκείνο βέβαια το Στάμπατ Μάτερ για την φωνή της Κλεμεντίνα. “Είθε να φλέγεται και η δική μου καρδιά... Facut ardeat cor meum...” Η δύσμοιρη, χρειάστηκε να θάψουμε πολλά δικά μας παιδιά.... Σας ευχαριστώ, είστε ένας άγγελος ντόνια Φλόρ ένας γέρος ιταλός μαέστρο σπάνια έχει επάνω του καθαρό μαντήλι. Σπάνια έχει επάνω του καθαρό οτιδήποτε... Εκτός από τη συνείδησή του, βέβαια, πόσο δίκαιο έχετε ντόνια Φλόρ. Με συγχωρείτε, ξέχασα να ρωτήσω για την δική σας οικογένεια... Είσαστε πολύ τυχερή ντόνια Φλόρ... Καλοσύνη σας ν’ αφήνετε το φούρνο για να μου φέρνετε κάθε μέρα εδώ τον άρτον τον επιούσιον... Αχ, για τ’ όνομα του Θεού, μη βουρκώνετε, το χθεσινό είναι προτιμότερο για λόγους υγείας, είμαι σίγουρος ότι η ιατρική θα σας διαβεβαίωνε επί του ζητήματος. Τι σας έλεγα όμως;

Ά, ναι, τα δώρα των Μουσών... πρέπει να φυλάσσονται. Σ’ αυτό το ζήτημα ο ντον Λουίς υπήρξε άψογος· πάντοτε κρατούσε ένα αντίγραφο και μπορώ να πω ότι μου φέρθηκε καλύτερα από τους λαμπρούς παρισινούς μου εκδότες, -εκείνον τον αγύρτη τον Πλεγιέλ, για παράδειγμα, το τέρας αχαριστίας! Μέχρι και τα δικαιώματα των έργων που συνέθετα στην υπηρεσία του μου παρεχώρησε!!! Ο Κύριος ν’ αναπαύει την ψυχή του, με το που πέθανε, άρχισαν όλες μου οι δυστυχίες... Ναι, υπερβάλλω, πόσο δίκιο έχετε ντόνια Φλόρ με την στέρεα καστιγιάνικη λογική σας... ήρθαν και μετά μεγάλες δόξες, αλλά βλέπετε πού κατέληξαν...

Όμως, δόξα να’ χει ο Ύψιστος, η μουσική μας είναι η απόλυτη κυρίαρχος της Ευρώπης. Όταν ένας ιταλός γεννιέται με το χάρισμα της μουσικής, η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη: θα μάθει την τέχνη όσο καλύτερα μπορεί δίπλα στους φοβερούς μας παλιούς μαέστρι, κι ύστερα θα ξενιτευτεί για να την πουλήσει. Είμαστε εξαγώγιμα είδη πολυτελείας ντόνια Φλόρ, κάθε αυλή που νοιάζεται για το κύρος της πρέπει να διαθέτει έναν επίσημο ιταλό συνθέτη και όσο περισσότερους ιταλούς μουσικούς επιτρέπουν οι πόροι της... Πολλοί αυτόχθονες μουσικοί μας ζηλεύουν και μας κατατρέχουν γι΄ αυτό το λόγο, τι μπορούν όμως να κάνουν; Είμαστε αυτό που είμαστε... εφόσον δεν έχουμε τίποτε άλλο. Κι εγώ δεν είχα ποτέ τίποτε άλλο. Αλλά αυτό ήταν όλη μου η όνρα, η τιμή όπως λέτε κι εσείς εδώ. Και γι΄αυτήν μπορούσα να γίνω βίαιος... Όπως με την άθλια Μπεναβέντε, προστάτιδα των τεχνών, λένε, να σας πω εγώ πόσο προστάτευε τις τέχνες, που με δάνεισε σ’ εκείνον τον πορτογάλο τραπεζίτη για το χορό του σα να ήμουν έπιπλο! Και της ήμουν πάντα πιστός, όσον καιρό βρισκόμουν στην υπηρεσία της. Εγώ δεν ήμουν σαν τον Γκόγια, που μπορούσε ν’ αγαπάει και να ζωγραφίζει την Άλμπα, και συγχρόνως να δουλεύει για την Μπεναβέντε! (6) Ποιος ξέρει τι υποχρέωση θα είχε η κυρία δούκισα στον πορτογάλο τραπεζίτη, με τα έξοδα που έκανε! Ο κακόμοιρος ο ντον Λουίς ποτέ δεν είχε διανοηθεί να διαπράξει κάτι παρόμοιο. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν καλλιτέχνη από το να βλέπει το έργο του να δεινοπαθεί... Είμαι ήρεμος άνθρωπος ντόνια Φλόρ, εσείς το γνωρίζετε, εκείνη τη βραδιά όμως, θα μπορούσα να σκοτώσω με τα χέρια μου ολόκληρη την θλιβερή ορχήστρα των πανηγυριών, μαζί με τον οικοδεσπότη που προσπάθησε να επιδειχτεί σε βάρος μου, και πάνω απ’ όλα την μέχρι τότε προστάτιδά μου, που με παραχώρησε σαν βεντάλια, για να φανεί κοινωνικά!... Ναι, έχετε δίκιο, αυτά πέρασαν, δεν πρέπει στην κατάσταση της υγείας μου να επιβαρύνομαι με περιττές συγχύσεις.

... Θα σας δω την Κυριακή στην εκκλησία, αν μπορέσω φυσικά να μετακινηθώ μέχρι εκεί, ντόνια Φλόρ. Σας ευχαριστώ για όλα. Ναι, θα είμαι πολύ καλά. Άλλωστε, όπως σας είπα, ο Μάϊος είναι ίσως ο μόνος υποφερτός μήνας στη Μαδρίτη. Όταν έρθουν οι μεγάλες ζέστες βλέπουμε...


Ο Luigi Boccherini πέθανε στη Μαδρίτη στις 28 Μαϊου του 1805. Ο θάνατός του πέρασε σχεδόν απαρατήρητος και τάφηκε σε κοινό τάφο όπως ο ομότεχνός του Μότσαρτ, λίγα χρόνια νωρίτερα. Μόνον το 1929 η σωρός του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του, Λούκα της Ιταλίας. Το 2005 γιορτάστηκαν τα 200 χρόνια από τον θάνατό του.

1. Αμετάφραστο λογοπαίγνιο: «seis meses invierno y seis meses infierno».

2. Μικρότερος αδελφός του Καρόλου του 3ου, εξαναγκάστηκε σε ένα είδος «εσωτερικής εξορίας» λόγω του ανάρμοστου γάμου του. Ο Μποκκερίνι εργάστηκε πολλά χρόνια γι΄αυτόν.

3. Μαρία Χοσέφα ντε λα Σολεδάδ, κόμισα Μπεναβέντε και δούκισα Οσούνα. Φιλότεχνη και φιλόμουση, δέχτηκε στην υπηρεσία της τους περισσότερους προστατευόμενους καλλιτέχνες του ινφάντε ντον Λουίς μετά τον θάνατό του.

4. Αδελφός του Ναπολέοντα, πρέσβης της Γαλλίας στη Μαδρίτη από το 1800, ο τελευταίος προστάτης του Μποκκερίνι. Ανακαλείται λόγω της στάσης του στον ισπανοπορτογαλικό πόλεμο.

5. Φιλίππο Μανφρέντι, βιολιστής. Μαζί με τον Μποκκερίνι ταξίδευαν και έδιναν συναυλίες από νεαρή ηλικία. Το 1772 αποφάσισε να επιστρέψει στην Λούκα της Ιταλίας για να μην χάσει την θέση του εκεί σαν πρώτο βιολί της παλατινής ορχήστρας, όμως λίγο πριν φτάσει, αρρώστησε και πέθανε. Ο Γκόγια, που την ίδια εποχή δουλεύει κι αυτός για τον ινφάντε ντον Λουίς, ζωγράφισε έναν σχετικό αλληγορικό πίνακα με την «προδοσία του Μανφρέντι».

6. Οι δύο γυναίκες ήταν εξαδέλφες, αλλά εξαιρετικά ανταγωνιστικές μεταξύ τους στον στίβο της κοσμικής ζωής, της μαικηνείας, ακόμη και των αισθηματικών κατακτήσεων. Για την δούκισσα της Άλμπα, ο θρύλος θέλει να υπήρξε στ’ αλήθεια η «Γυμνή» και «Ντυμένη Μάχα» του Γκόγια, ο οποίος λόγω των ασφυκτικών κοινωνικών συνθηκών, άλλαξε το πρόσωπό της με αυτό ενός ανώνυμου μοντέλου. Ωστόσο, έχει φιλοτεχνήσει και άλλα, συμβατικότερα πορτραίτα της. Ο Μποκερίνι συνέθεσε και γι΄αυτήν, αφού όμως είχε φύγει από την υπηρεσία της Μπεναβέντε.


Είναι αδύνατο να το αποφύγεις, όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα. Σε κομψά πωλητήρια μουσείων ή γκαλερί –που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις συνοικίες της πόλης-, στα –σπάνια, αναλογικά- βιβλιοπωλεία, και φυσικά, στα καταστήματα τουριστικών ειδών, το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» της Γεωργίας Σάνδη εκτίθεται στην τετραπλή εκδοχή του: στο πρωτότυπο γαλλικό, και σε ισπανική, αγγλική και γερμανική μετάφραση. Δηλαδή, εάν εξαιρεθεί η ντόπια καταλανική, (η οποία δεν επιβάλλεται τόσο δυναμικά όσο στην ηπειρωτική χώρα, λόγω του τουρισμού και κυρίως των γερμανών και άγγλων μετοίκων), στις μείζονες γλώσσες που ακούγονται στο νησί (το πρωτότυπο προστίθεται μάλλον τιμητικά).

Διαφημίζεται δε ως το χρονικό του αισθηματικού ταξιδιού της συγγραφέως με τον τότε σύντροφό της Φρεντερίκ Σοπέν στην «Νήσο των Μακάρων» και υπό αυτήν την ιδιότητα αγοράζεται από τους πιο φιλότεχνους επισκέπτες. Όμως δυστυχώς, η ανάγνωση μαλλον διαψεύδει τις λογοτεχνικές τους προσδοκίες. Το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» αποδεικνύεται συμπίλημμα από σκόρπιες ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αποικιοκρατικό σχεδόν μεγαλοϊδεατισμό, εκλάμψεις χιούμορ, εκτενείς παραθέσεις προηγούμενων ταξιδευτών στο νησί, γεωγραφικές, λαογραφικές, πολιτισμικές και οικονομικές πληροφορίες (όχι όλες αντικειμενικές), ανεκδοτολογικές διηγήσεις, πεποιθήσεις της συγγραφέως σχετικά με την τέχνη για τον άνθρωπο και όχι για την ίδια την τέχνη (μέσω ενός εμβόλιμου διαλόγου μεταξύ ενός καλλιτέχνη και ενός καλόγερου-θύματος της Ιεράς Εξέτασης στα ερείπεια μοναστηριού) και κάποιες παρατηρήσεις που θα μπορούσαν να σταθούν μέχρι σήμερα για την εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από... τον Τύπο!

«Μπορούμε να ισχυριστούμε σοβαρά ότι η δημοσιογραφία, αυτή η πρώτη και η εσχάτη των πραγμάτων, -όπως θα είχε πει και ο Αίσωπος-, δημιούργησε στους ανθρώπους μία νέα ζωή, γεμάτη προόδους, πλεονεκτήματα και έγνοιες. Αυτή η φωνή της ανθρωπότητας που καταφθάνει στο ξύπνημά μας κάθε πρωί, για να μας διηγηθεί πώς έζησε η ανθρωπότητα την προηγούμενη ημέρα, διακηρύσσοντας άλλοτε μεγάλες αλήθειες και άλλοτε φοβερά ψέματα, πάντα όμως σημαδεύοντας κάθε βήμα του ανθρώπου και ηχώντας σε κάθε ώρα του δημόσιου βίου, δεν είναι κάτι πολύ σημαντικό, σε πείσμα όλων των κηλίδων και της αθλιότητας που εμπεριέχει;

Όμως, ενώ είναι απαραίτητη στο σύνολο της σκέψης και της δράσης μας, δεν είναι εξίσου φριχτό και απωθητικό το να βλέπεις με λεπτομέρειες, όταν η μάχη δίνεται παντού και κυλούν εβδομάδες, μήνες μέσα στις ύβρεις και τις απειλές, να μην έχει διασαφηνιστεί ούτε μία υπόθεση, να μην έχει σημειωθεί κάποια αισθητή πρόοδος; Και μέσα σ’ αυτήν την αναμονή που φαίνεται ακόμη πιο αργή καθώς μας δείχνουν διεξοδικά κάθε φάση, δεν έρχεται συχνά η επιθυμία σ’ εμάς τους καλλιτέχνες που δεν έχουμε κανέναν λόγο στη διακυβέρνηση, ν’ αποκοιμηθούμε στα πλευρά του πλοίου και να μην ξυπνήσουμε παρά ύστερα από μερικά χρόνια, για να χαιρετήσουμε τότε την καινούρια γη όπου θα έχουμε φτάσει;(1)

(Πολύ σωστά. Γι’ αυτό στο σπίτι δεν είχαν τηλεόραση, και δεν ήθελαν να ξέρουν τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο –ο ένας, που λόγω δουλειάς ήταν υποχρεωμένος να μαθαίνει, είχε αναπτύξει μία θαυμαστή ευκολία να το ξεχνά φεύγοντας από τον τηλεοπτικό σταθμό.)

Το θέμα όμως είναι ότι όποιος αποζητά λίγο ρομαντισμό στις σελίδες της Σάνδη, θα πρέπει μάλλον να ανατρέξει αλλού. Μόνον στα τελευταία κεφάλαια εξιστορεί -πολύ διακριτικά- τις αντιξοότητες που χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσει λόγω της ασθένειας του Σοπέν (τον οποίον αποκαλεί απλώς «ένα άτομο από την συντροφιά μας», ή «ο άρρωστός μας»). Περιορίζεται στο να διηγηθεί τις κωμικές περιπέτειες του εκτελωνισμού ενός πιάνου Πλεγιέλ στην αρχή της διαμονής τους, και τις εξοντωτικές του «επαναπατρισμού» του, στο τέλος του ταξιδιού. Κάπου, γίνεται πιο δραματική εξιστορώντας τον αγώνα της να εξασφαλίσει για τον «άρρωστό τους» λίγη αξιοπρεπή δυναμωτική τροφή, όταν οι κάτοικοι από φόβο μπροστά στην ασθένειά του και από εκδικητικότητα επειδή οι ξένοι δεν προσέρχονται στις κυριακάτικες λειτουργίες, δεν τους πωλούν τα προϊόντα τους, ή το κάνουν σε ιλιγγιώδεις τιμές. Εάν ήθελε, θα μπορούσε να είχε γράψει μία σπαρακτικότατη ιστορία αγάπης μόνο με αυτά τα στοιχεία, όμως επέλεξε να μην το πράξει. Ό,τι ξέρουμε για το χρονικό της αγάπης τους που φθίνει από το βάρος των εξωτερικών δυσχερειών και των ασύμβατων χαρακτήρων τους, το μάθαμε από αφηγήσεις –ή εικασίες- άλλων. Ακόμη και στο εξώφυλλο του βιβλίου, οι μορφές τους εμφανίζονται απομακρυσμένες, φυσικά ωραιοποιημένες μέσα από γκραβούρες εποχής -διότι αργότερα, με την εφεύρεση της φωτογραφίας, αποκαλύπτεται μία ελάχιστα κολακευτική πραγματικότητα.

Ίσως να εντυπωσίαζε ο ένας τον άλλον επειδή ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όμως αυτό δεν έφτανε για να ερωτευτούν, πολύ περισσότερο για ν’ αντέξουν στις δυσκολίες –διότι, φυσικά, λίγο μετά την επιστροφή τους στη Γαλλία, χωρίζουν. Πιθανόν ο «μεγάλος έρωτας» εκείνου –εφόσον βρισκόμαστε στην «καρδιά» του ρομαντικού κινήματος-, να ήταν κάποια συμπατριώτισσα, μία από τις προηγούμενες μούσες του, ή κάποια άλλη που δεν θα γίνει ποτέ γνωστή, και το ίδιο ίσως να ισχύει για την Σάνδη, με τον Αλφρέντ ντε Μυσέ ή κάποιον άλλον∙ όμως, ελέω τουριστικού κατεστημένου, είναι καταδικασμένοι να εμφανίζονται για πάντα μαζί: οι άτυχοι εραστές της Μαγιόρκα.

Έτσι, εάν κάποιος δεν γνωρίζει ποιοι υπήρξαν η Γεωργία Σάνδη –ή μάλλον, η Ωρόρ Ντυπέν, όπως ήταν το αληθινό της όνομα- και ο Φρεντερίκ Σοπέν, πιθανόν να συμπεράνει ότι το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» είναι απίστευτα ανιαρό βιβλίο –όπου δεν γίνεται εκνευριστικό λόγω της υπεροπτικής ματιάς της συγγραφέως, η οποία θεωρεί ότι προέρχεται από έναν ανώτερο πολιτισμό. Οι ντόπιοι πάντως δεν το συμπαθούν καθόλου και ο μόνος λόγος που το ανέχονται στις προθήκες των καταστημάτων του νησιού τους, είναι η εμπορική του απήχηση στα πλήθη των επισκεπτών. Πάλι καλά, διότι την εποχή της πρώτης του έκδοσης, είχαν χρηματοδοτήσει κατόπιν εράνου μία «αποστομωτική απάντηση» στην «ανήθικη συγγραφέα» που τους διέσυρε τόσο. Και να σκεφτεί κανείς ότι η «ανήθικη συγγραφέας», διαζευγμένη, μητέρα δύο τέκνων και συνοδευόμενη από έναν κύριο που δεν ήταν συγγενής της, δεν κατέπλευσε με τα περίφημα αντρικά της κοστούμια που σκανδάλιζαν το Παρίσι –επιτρέπει βέβαια στο οκτάχρονο κοριτσάκι της να ντύνεται ανάλογα για περισσότερη άνεση, γεγονός που αναπόφευκτα προκαλεί τα δυσμενή σχόλια των κατοίκων. Φυσικά, αν μπορούσε να επισκεφτεί ξανά την Μαγιόρκα στις μέρες μας, θ’ ανακαλούσε σχεδόν ολόκληρο το πόνημά της –εκτός μάλλον από τα φυσιολατρικά χωρία...

Πιθανόν βέβαια, όποιος σπεύσει να την κακοχαρακτηρίσει, να σταθεί περισσότερο επιεικής μαθαίνοντας ότι το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» ανήκει στην πρώτη περίοδο της δημιουργίας της, όταν ακόμη άγεται και φέρεται από τα πάθη τα οποία μετεγγράφει στα βιβλία. Η πρώτη έκδοση εμφανίζεται το 1842, δηλαδή τρία χρόνια μετά το ταξίδι του 1838-39, και μάλιστα με αφορμή κάποιο άλλο βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει με παρόμοιο θέμα. Δηλαδή, η Σάνδη, δε θέλει να θυμάται, κι αυτά που θυμάται δεν της είναι ευχάριστα -γι΄αυτό ίσως αφηγείται με τόσες λεπτομέρειες τα της νήσου, ενώ αφήνει στο σκοτάδι οτιδήποτε σχετικό με τον «άρρωστό τους» (ο οποίος πεθαίνει λίγα χρόνια αργότερα, το 1849).

Αργότερα, θα στραφεί στο κοινωνικό μοντέλο, ενώ στο τέλος της ζωής της θα καταλήξει μία αγαθοεργός κυρία για όλους τους απλούς ανθρώπους της αγροικίας της και της γύρω περιοχής, που θα την βλέπουν σχεδόν σαν αγία.

Ο Σοπέν στάθηκε πιο «τυχερός» μέσα στην ατυχία του, διότι τα πρελούδια που συνέθεσε στο νησί, -τα οποία ουδόλως αναφέρει η Σάνδη στο βιβλίο της- και σήμερα μ’ έναν απλοϊκό συνειρμό αποκαλούνται «μαργαριτάρια της Μαγιόρκα», δεν αφήνουν να διαφανεί το παραμικρό από όσα διεκτραγωδεί η σύντροφός του. Είναι απλώς στυλ Σοπέν. Αυτό φυσικά αποτελεί και το συγκριτικό πλεονέκτημα μίας σελίδας παρτιτούρας σε σχέση με μία σελίδα βιβλίου. Έτσι, τα μαγιορκίνικα πρελούδια δε θίγουν τους ντόπιους, δυστυχώς όμως, δεν είναι το ίδιο διαδεδομένα στις προθήκες των καταστημάτων τους όσο το «Ένας χειμώνας». Πιθανώς επειδή η μελαγχολία δεν ταιριάζει στο συγκεκριμένο τοπίο. Το μόνο που παρεχώρησαν στον Σοπέν, είναι ένα πεζοδρομημένο πέρασμα –το οποίο καταχρηστικά αποκαλείται «πλατεία»- με τ’ όνομά του στο ιστορικό κέντρο της Πάλμα, και μία συμβατική πλην όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη προτομή.

Ποιος ξέρει τι περίμενε να βρει στο νησί η Ωρόρ Ντυπέν-Γεωργία Σάνδη, κι εκείνος ο ταλαίπωρος την ακολούθησε. Δεν καταλάβαινε ότι ο χειμώνας είναι χειμώνας παντού. Ή μάλλον, αυτό που νόμιζε πως έψαχνε, το λέει η ίδια στην αρχή του βιβλίου:

«Όσο για μένα, ξεκίνησα για να ικανοποιήσω μία ανάγκη ανάπαυσης που ένιωθα ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Καθώς ο χρόνος λείπει για όλα τα πράγματα για όσα είμαστε φτιαγμένοι, φαντάστηκα άλλη μια φορά ότι, ψάχνοντας καλά, θα έβρισκα κάποιο αναχωρητήριο ήσυχο, απομονωμένο, όπου δεν θα είχα ούτε επιστολές να γράψω, ούτε εφημερίδες να διατρέξω, ούτε επισκέψεις να δεχτώ∙ όπου θα μπορούσα να μην αποχωρίζομαι ποτέ τη ρόμπα μου, όπου οι μέρες θα είχαν δώδεκα ώρες, όπου θα μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ όλα τα καθήκοντα της εγκόσμιας συμπεριφοράς, να ξεκόψω από την πνευματική κίνηση που μας καταδυναστεύει όλους στη Γαλλία και ν’ αφιερώσω ένα ή δύο χρόνια στο να μελετήσω λιγάκι ιστορία και να μάθω τη γλώσσα μου συστηματικά από την αρχή μαζί με τα παιδιά μου.

Υπάρχει κανείς ανάμεσά μας που δεν έκανε αυτό το εγωϊστικό όνειρο, να αφήσει μία ωραία πρωία τις δουλειές του, τις συνήθειές του, τις γνωριμίες του, μέχρι και τους φίλους του, για να πάει σε κάποιο μαγικό νησί, να ζήσει δίχως έγνοιες, δίχως βάσανα, δίχως υποχρεώσεις, και κυρίως, δίχως εφημερίδες;» (2)

Αργότερα, στην αφιέρωση της έκδοσης του 1855, η Σάνδη γίνεται ακόμη πιο ειλικρινής:
«Δεν είναι τόσο το να ταξιδέψει κανείς, όσο το να φύγει: ποιος είναι εκείνος ανάμεσά μας που δεν έχει κάποιον πόνο να σκορπίσει ή κάποιον ζυγό ν’ αποτινάξει;»

Ωστόσο, μερικοί τουρίστες εξακολουθούν ακόμη ν’ αναζητούν το μοναστήρι της Βαλντεμόσα που προσέφερε το τελευταίο μαγιορκίνικο κατάλυμα στην «επαναστάτρια συγγραφέα» και τον «ρομαντικό συνθέτη». Τα τελευταία χρόνια βέβαια, η Βαλντεμόσα ξανάγινε δημοφιλής στους αυτόχθονες, τους μετοίκους και τους επισκέπτες, λόγω του ενδιαιτήματος που απέκτησε εκεί ζεύγος κινηματογραφικών αστέρων διεθνούς εμβελείας. Αυτούς μάλιστα, οι ντόπιοι τους περιβάλλουν με συμπάθεια, εφόσον τόνωσαν την τουριστική κίνηση (πράγμα διόλου αμελητέο για ένα παλιό θέρετρο της Μεσογείου, με τόση υπερπροσφορά τροπικών παραδείσων στις μέρες μας), προσήλκυσαν περαιτέρω διάσημους στο νησί και του προσέδωσαν, -μαζί με τους εστεμμένους- καινούρια αίγλη, ώστε ν’αντισταθμίζονται τα πλήθη των άξεστων βορείων μετοίκων... Η συμπάθεια δείχνει να είναι αμοιβαία, εφόσον οι αστέρες εμφανίζονται –αφιλοκερδώς, ή έναντι συμβολικής αμοιβής- στα εξώφυλλα των τουριστικών ενημερωτικών εντύπων του νησιού. Τα πράγματα αλλάζουν και η ζωή συνεχίζεται. Στον ουρανό της Μαγιόρκα τα αεροπλάνα περνούν με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ό,τι τα λεωφορεία στους δρόμους της.

Κλείνει το βιβλίο.
Όντως ο χειμώνας είναι δύσκολος στην Μαγιόρκα –τουλάχιστον όσο και οπουδήποτε αλλού. Θυμάται όμως και τις όμορφες στιγμές∙ όταν μέχρι τον Νοέμβριο μπορούσε να κολυμπάει κάτω ακριβώς από το σπίτι τους στο Σαντ Αγκουστί, όταν άκουσαν την Συμφωνική Ορχήστρα των Βαλεαρίδων Νήσων σ’ ένα αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Μποκερίνι, όταν πήγαιναν στις πυρομαχίες, την παρέλαση των Γιγάντων, τα πυροτεχνήματα και τις υπαίθριες συναυλίες για τη γιορτή του Σαντ Σεμπαστιά... Και προπαντώς, εκείνες τις ώρες του απομεσήμερου στο μπαλκόνι, μπροστά από τη Μεσόγειο, που ήταν ό,τι κοντινότερο υπήρχε στον παράδεισο...

1. Georges Sand, Un hiver à Majorque, Ingrama Editorial, 1997, Majorca, España, σ.42

2. οπ.


Είχε καταντήσει η αγαπημένη του ιεροτελεστία: τα απογεύματα, λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, όταν ο Σέρχιο είχε μάθημα, πήγαινε στο Πάρκε ντελ Οριέντε. Ήταν βέβαια σχήμα οξύμωρο να απολαμβάνει τη δύση του ηλίου σ’ έναν τόπο που λέγεται «το πάρκο της Ανατολής», όμως, απ’ όλη την Μαδρίτη, μόνον εκεί πληρούνταν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Έφτανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μόλις λίγα λεπτά από τη Γκραν Βία και πριν το καταλάβει, βρισκόταν σ’ ένα ύψωμα με τον ορίζοντα απέναντι ν’ ανοίγεται ως το άπειρο. Ή τέλος πάντων, ν’ ανοίγεται σε μια πεδιάδα όπου μέχρι και οι πολυκατοικίες σταματούν κάποια στιγμή, ώσπου δεν μπορείς να δεις άλλο, κι αυτή η απεραντοσύνη ήταν χειρότερη από το σκοτεινότερο κελί. Πουθενά δεν υπήρχε διέξοδος∙ ακόμη κι αν έπαιρνες τον δρόμο ευθεία μπροστά, θα χρειαζόσουν τουλάχιστον πέντε ώρες για να βγεις στη θάλασσα. Σε παλιότερες εποχές δηλαδή, σίγουρα θα ήταν μέρες ολόκληρες ταξιδιού.

Μια πόλη με πλαστό ορίζοντα, καταδικασμένη σε αιώνια εξορία από τη θάλασσα δεν αντέχονταν με τίποτα, ειδικά για κάποιον όπως αυτός, που γεννήθηκε και έζησε δίπλα της. Σε αντισταθμιστικό όφελος βέβαια, η Μαδρίτη προσέφερε άπειρους διασκεδαστικούς περισπασμούς. Όπως το Πάρκε ντελ Οριέντε. Δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο –πέρα από την αποπνικτικά απέραντη θέα του-, μπαίνοντας όμως, έρχεσαι αντιμέτωπος μ΄έναν μικρό αιγυπτιακό ναό που, όπως λένε, είναι αυθεντικός και μεταφέρθηκε κομμάτι κομμάτι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την ισπανική συμμετοχή σε αιγυπτιακά δημόσια έργα. Αυτό τουλάχιστον είχε μάθει από τις πάντα εξωπραγματικές διηγήσεις του Σέρχιο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, λίγο πιο πέρα βρισκόταν ένα φυλάκιο των φαλαγγιτών που οι δημοκρατικοί γκρέμισαν σχεδόν με τα χέρια τους κατά την πολιορκία της Μαδρίτης, όμως το γεγονός αποσιωπήθηκε, η περιοχή σύντομα με την επικράτηση του φρανκισμού γέμισε πολυτελείς κατοικίες –η θέα-, ώστε σήμερα κανείς να μην μπορεί να προσδιορίσει πού ακριβώς βρισκόταν το περίφημο φυλάκιο. Αυτά βέβαια έλεγε ο Σέρχιο. Αυτός πάλι, το μόνο που έβλεπε ήταν μία ανερχόμενη ζώνη αναψυχής, με μπαρ, εστιατόρια και γκαλερί ελαφρώς στο στυλ της δεκαετίας του ογδόντα. Της γυρνούσε λοιπόν την πλάτη, προχωρούσε μέχρι τα κιγκλιδώματα και μόλις άρχιζε να δύει ο ήλιος, έβαζε στο ντίσκμαν το αγαπημένο του τραγούδι.

«Άνθρωποι, που ξυπνούν όταν νυχτώνει
Και μαγειρεύουν όταν πέφτει ο ήλιος
Άνθρωποι που συνοδεύουν ανθρώπους σε νοσοκομεία, πάρκα,
Άνθρωποι που αποχαιρετιούνται, που υποδέχονται ανθρώπους στις αποβάθρες
Άνθρωποι που προχωρούν ίσια μπροστά, που δεν αποφεύγουν το βλέμμα σου
Και διακρίνουν στον άνεμο πώς θα είναι το καλοκαίρι, πώς θα είναι ο χειμώνας
Δύο, τρεις ώρες για να σε χαρώ, δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω ένα πέρασμα στην πιο όμορφη ιστορία αγάπης
Δύο, τρεις ώρες για να σε κοιτάξω,δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω
Βολεύομαι σε μία γωνία της καρδιάς σου

Άνθρωποι που παρακαλούν για ανθρώπους στους ναούς, στα προσκυνήματα
Άνθρωποι που δίνουν τη ζωή, που εμπνέουν πίστη
Που μεγαλώνουν, που αξίζουν γαλήνη
Άνθρωποι που σμίγουν σε μια αγκαλιά μέσα στον τρόμο
Και μοιράζονται τις τρικυμίες της ψυχής τους
Άνθρωποι που δε σκέφτονται την παραμικρή ελπίδα να ζήσουν μια μέρα εν ειρήνη
Δύο, τρεις ώρες για να σε χαρώ, δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω ένα πέρασμα στην πιο όμορφη ιστορία αγάπης
Δύο, τρεις ώρες για να σε κοιτάξω, δύο δεκαετίες, εφτά ημέρες για να σου δώσω
Σε βολεύω σε μία γωνία της καρδιάς μου
Για να ζω έτσι, μέσα σε διάφανα βλέμματα
Να αποφασίσω οριστικά για τη φωνή μου
(Σ’ αυτό το σημείο συνήθως βούρκωνε κι ένιωθε έναν ελαφρύ ίλιγγο...)
... Αλλά εκείνο το φως εξακολουθεί να μας φωτίζει
Τι δροσερή η σκιά που προσφέρουν
Τι καθαρό το γλυκό νερό των βλεμμάτων τους
Για σένα ξεκινώ μια καινούρια ημέρα
Υπάρχουν άγγελοι ανάμεσά μας...
Δύο, τρεις ώρες...

Όλα ήταν υπερβολικά αξιοθρήνητα: το πάρκε ντελ Οριέντε, το ηλιοβασίλεμα, το τραγούδι των Πρεσούντος Ιμπλικάδος... Το ήξερε. Παρηγοριόταν ωστόσο με την σκέψη πως μόνον αυτές τις στιγμές υπέκυπτε σε κάτι τόσο ρομαντικά μελοδραματικό. Τις υπόλοιπες ώρες ο ρομαντισμός εγκατέλειπε, κι έμενε το μελόδραμα σκέτο.

Όπως κάθε πρωί, καθυστερούσε λίγο μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, μετρώντας τα σημάδια της επερχόμενης φθοράς. Ανήκε δυστυχώς στην κατηγορία εκείνων που χάνουν τα μαλλιά τους και φορτώνονται κιλά πολύ πριν από τα τριάντα. Υπό άλλες συνθήκες, δεν θα τον ενδιέφερε ιδιαίτερα, όταν όμως ζεις με τον Σέρχιο, τον αποκαλούμενο και «Βιτόριο Γκάσμαν» λόγω της ομοιότητάς του με τον παλιό ηθοποιό -αν και η κατατομή του Σέρχιο είναι σαφώς λιγότερο οξεία- το ζήτημα καταντά ταπεινωτικό.

Στις κακές του μέρες φανταζόταν τι θα ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη του οι ελάχιστοι κοινοί τους φίλοι, πώς θα τον οικτίραν οι θαμώνες των μπαρ της Τσουέκα. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Ερχόταν και άλλες ημέρες, ακόμα χειρότερες∙ τις ονόμαζε «οι μέρες που δεν υπάρχω», και περίμενε απλώς να περάσουν. Τότε επεξεργαζόταν το σενάριο του πώς θα τον παρατούσε ο Σέρχιο, εφόσον δε θα ήταν δυνατόν να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα κοντά σ’ έναν απλό θνητό, πολύ περισσότερο όταν αυτός ο ταλαίπωρος κυκλοφορεί δίπλα του σα δυσφήμιση ή σαν κακό αστείο. Η αλήθεια είναι ότι είχε πλέον κουραστεί να παλεύει ενάντια σ’ αυτή τη σκέψη. Είχαν ήδη περάσει τρία χρόνια, με στιγμές απίστευτα δύσκολες, απέραντα ευτυχισμένες, πάντα όμως με τον φόβο της εγκατάλειψης στο βάθος του τοπίου. Στ’ αλήθεια ήταν εξαντλημένος τόσο, που δε μπορούσε πια ν΄ασχοληθεί με το θέμα. Ούτως ή άλλως, ό,τι είναι πάντοτε να γίνει, θα γίνει.

Και τότε ερχόταν οι καλές του μέρες, όταν ξυπνούσε χαμογελώντας στον καθρέφτη. «Καλημέρα κούκλε, άλλη μια μέρα στον Παράδεισο!», έλεγε, ενώ στο τέλος τους αρνούνταν να σκεφτεί ότι τις περισσότερες φορές τίποτα το παραδείσιο δεν είχαν. Όφειλε όμως να δείχνει θετική σκέψη. Όπως ο Σέρχιο. Εκείνος δε συζητούσε ποτέ τα προβλήματά του –γιατί να στεναχωριέται ή να στεναχωρεί τους άλλους με τα «βαρίδια της ζωής του» όπως τα έλεγε; Στη θέση μιας δύσκολης, ενοχλητικής ή επώδυνης συζήτησης, θα έβλεπε κάποια ταινία που βαθμολογήθηκε με τέσσερα αστέρια στα πολιτιστικά ένθετα των εφημερίδων ή θα διάβαζε ένα ενδιαφέρον βιβλίο. Η τέχνη απομένει ένα από τα ελάχιστα αξιόπιστα καταφύγια. Θέλει δύναμη για ν’ αντιδρά κανείς έτσι, είναι όμως κάτι που μαθαίνεται. Ίσως είχε έρθει ο καιρός να το μάθει και ο ίδιος.

Η σύγκριση θα τον συνέθλιβε πάντα: ήταν πολύ νεώτερος αλλά είχε κιλά κι έχανε τα μαλλιά του, ένιωθε την ανάγκη να συζητά τα προβλήματά του ακόμη κι όταν δε μπορούσε να τα λύσει, ενώ η τέχνη μπορούσε να τον ανακουφίσει ελάχιστα ή εν πάση περιπτώσει, προσωρινά. Αντίθετα, ο Σέρχιο θα έδειχνε πάντοτε εκθαμβωτικός όπως την πρώτη μέρα που γνωρίστηκαν κι ας βρισκόταν ήδη κοντά στη μέση ηλικία.

Οπωσδήποτε ήταν ανησυχητικό το ότι απολάμβανε πλέον περισσότερο τις ώρες που περνούσε μόνος του, στο Πάρκε ντελ Οριέντε τα απογεύματα, όταν ο Σέρχιο είχε μάθημα, παρά τις ώρες που περνούσε μαζί του. Αν τον ρωτούσε πού ήταν, θ’ απαντούσε πως είχε βγει για ψώνια, να τηλεφωνήσει, να δει κάτι φίλους από τα μέρη του... «Μπράβο», θα του απαντούσε ο Σέρχιο, «να βγαίνεις, να βλέπεις κόσμο, δε βγαίνεις αρκετά, βαριέσαι μόνος σου τόσες ώρες». Μέχρι τότε δεν είχε ανάγκη να βλέπει κόσμο, και σίγουρα δε διέθετε το κοινωνικό ταλέντο του «Βιτόριο Γκάσμαν», που συγκολλούσε ετερόκλητους ανθρώπους στις συντροφιές τους και γινόταν ακαριαία συμπαθής σε όλους. Είχε όμως έτοιμο έναν κατάλογο δικαιολογιών, εφόσον είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι εξασφαλίζεις πιο εύκολα την ησυχία σου μ’ ένα ψέμα, παρά με την αλήθεια. Για αλήθειες, θα ερχόταν καιρός. Ή ίσως και να μην ερχόταν ποτέ.

Ίσως έφταιγε το ότι ο Σέρχιο είχε αρχίσει να θυμώνει με το παραμικρό, κι αυτός δεν άντεχε τις φωνές. Αρκετές είχε ακούσει στο πατρικό για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.

Οι σκηνές πριν την αναχώρηση από το σπίτι του στο νότο θα ήταν δραματικές, εάν αυτός, όντας τόσο αποφασισμένος, δεν τις παρέβλεπε. Οι γονείς τον ρώτησαν ευθέως κι αυτός τους απάντησε. Η μητέρα έκλαιγε, ο πατέρας δε μιλιόταν, τα αδέρφια του τον υποστήριζαν αμήχανα. Μόνος φύλακας-άγγελος, η πρώην κοπέλα του, που ισχυρίστηκε ότι θα ήταν καλύτερο να τον αφήσουν να φύγει –όταν η μητέρα της τηλεφώνησε με την οικειότητα που είχαν αναπτύξει οι δυο τους. Αν και σχεδόν πείστηκε, έκανε μία ύστατη προσπάθεια να σταματήσει το «κακό», κρύβοντάς του το εισιτήριο. «Μαμά, μπορώ να πω ότι το έχασα ή ότι μου το έκλεψαν∙ θα μου βγάλουν καινούριο στο αεροδρόμιο και θα φύγω ούτως ή άλλως», της είπε. Είδε πως δεν γινόταν πια να κάνει τίποτα, και το πρωί της αναχώρησης, σηκώθηκε από τα χαράματα να του ετοιμάσει «σάντουϊτς για το δρόμο».

Δεν άντεχε λοιπόν τις φωνές και την ένταση. Προτιμούσε να υποχωρεί προς διατήρηση της οικιακής ειρήνης. Κι έπειτα, ο Σέρχιο ποτέ δεν ήθελε να μιλήσουν γι΄αυτό, ούτε για οτιδήποτε άλλο δυσάρεστο∙ «μη μου λες για προβλήματα», ήταν ο βράχος όπου προσέκρουε πάντα. Έτσι, αναλάμβανε να τα λύνει όλα μόνος του. Από το φθηνό, σε σχέση με τη Μαδρίτη, διαμέρισμα, μέχρι τα καθημερινά ψώνια, τους λογαριασμούς, τα γραφειοκρατικά και τα σπουδαστικά. Διότι ως προς τα υπόλοιπα, δεν μπορούσε να επιλύσει τίποτα. Ο Σέρχιο δεν ανεχόταν την παραμικρή δημόσια ένδειξη τρυφερότητας, ακόμη κι όταν περνούσαν απ’ την Τσουέκα –όποτε δηλαδή συγκατένευε να περάσουν από «την κολασμένη συνοικία»- και του απαγόρευε αυστηρά να τον παρουσιάζει μπροστά σε τρίτους σαν οτιδήποτε άλλο εκτός από «συγκάτοικο». Στις αργίες της 12ης Οκτωβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου, έφευγε πάντα να επισκεφτεί τους δικούς του με τα ανίατα προβλήματα υγείας, αντί να τις περνούν μαζί... Όταν τολμούσε να παραπονεθεί, του πρότεινε γλυκά να επισκεφτεί κι αυτός τους δικούς του, ή να δει την αγαπημένη του θάλασσα, που όλο γκρίνιαζε ότι του λείπει. Οι μεταπτυχιακές σπουδές φυσικά δε μπορούν να κρατήσουν μια ζωή. Η υποτροφία του Σέρχιο δεν ήταν δυνατόν ν’ ανανεώνεται επ’ άπειρον κι αυτός κάποτε θα έπρεπε να ομολογήσει πως είχε ήδη το δίπλωμα. Ούτε θα του ήταν εφικτό να βρίσκει αιώνια σεμινάρια πρακτικής κατάρτισης. Ο Σέρχιο θα έπρεπε να επιστρέψει στη διδασκαλική του θέση στην επαρχία. Κι τότε, τι θά’ κανε; Όλα τα σενάρια έβγαζαν σε αδιέξοδο, όπως και οι συζητήσεις τους –οι ελάχιστες που είχαν κάνει για το θέμα.

Οι ξεκάθαρες και επίσημες λύσεις είναι για τους παρουσιαστές της τηλεόρασης, τους αστέρες της ποπ, όχι για έναν καθηγητή από την επαρχία –είτε μοιάζει του Βιτόριο Γκάσμαν με καλύτερο προφίλ, είτε όχι- και τον γιο ενός ευηπόληπτου δημοτικού συμβούλου από το νότο.

Με την άκρη του ματιού διέκρινε λίγο πιο πέρα μία παλιά συμφοιτήτρια. Έκανε πως ψάχνει τα τραγούδια στο ντίσκμαν για να την αποφύγει. Πέρυσι τον φλέρταρε, κάτι που έκανε τον Σέρχιο να γελά όταν βρίσκονταν μόνοι. Πέρυσι, διότι κατάφερε να τελειώσει το πρόγραμμα σπουδών νωρίτερα. «Είσαι πιο έξυπνος από μένα, τι να κάνουμε;» του έλεγε ο Σέρχιο με το πιο αξιολάτρευτο χαμόγελό του. «Όχι φυσικά, μόνο πιο τυχερός, ίσως είχα περισσότερο χρόνο για διάβασμα», δικαιολογούνταν κοκκινίζοντας. Τι ντροπή να είσαι πιο έξυπνος από τον «Βιτόριο Γκάσμαν»!

Δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να νιώσει πιεσμένος ώστε να μελετά σκληρότερα. Και να σκεφτεί κανείς πως έκανε τα πάντα ώστε ο Σέρχιο να νιώθει την ελάχιστη δυνατή πίεση. Με αποτέλεσμα να πιεστεί αφόρητα ο ίδιος. Διευθετήσεις, διαπραγματεύσεις, λεφτά, δημόσια σενάρια, ωραιοποιημένες εκδοχές για τους άλλους... Τα έκανε όλα, κι αισθανόταν τόσο φριχτά κουρασμένος, τόσο αγύρτης, ώστε σιχαινόταν τον εαυτό του. Ξυπνούσε το πρωί κι έβλεπε το πρόσωπό του στον καθρέφτη με έκπληξη που στεκόταν ακόμα στη θέση του –δίχως να νοιάζεται πλέον αν ήταν όμορφο ή άσχημο. Είχε ακόμα τα χαρακτηριστικά του. Δεν κατέρρεαν. Θυμόταν με τρόμο εκείνο το πρωϊνό που ανοίγοντας το ντουλάπι της κουζίνας για να πάρει τον καφέ, έπεσε το πακέτο με τα μισάνοιχτα μακαρόνια που σκορπίστηκαν στο νιπτήρα με τα άπλυτα πιατικά. Άρχισε να ουρλιάζει «όχι» αμέτρητες φορές, με μια απόγνωση που δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, τόσο που δεν αποκλείεται αν υπήρχε κόσμος εκείνη την ώρα στην πολυκατοικία να νόμισε πως κάτι φριχτό συμβαίνει. Ενώ απλά, ένα μισάνοιχτο πακέτο μακαρόνια είχε σκορπιστεί στο νεροχύτη. Όμως αυτά τα μακαρόνια κόστιζαν και τα λεφτά τους τελείωναν και μία επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ ήταν όσο –όσο μία βραδινή έξοδος από αυτές που έκανε στην «προηγούμενη ζωή του»-, και από το σπίτι που νοίκιαζαν όπου νά’ ταν θα τους έβγαζαν, κι αυτός έψαχνε λύσεις, έμενε άγρυπνος τις νύχτες, έκλαιγε, φρόντιζε το φαγητό, την καθαριότητα, τους πόρους τους, έτρεχε στα ίντερνετ καφέ να στέλνει βιογραφικά, κι ο Σέρχιο απορροφούσε όλο τον χρόνο και την ενέργεια για τον εαυτό του, δεν αποδεχόταν καμία λύση από όσες με δυσκολία εύρισκε, έθετε όρους, ύψωνε τη φωνή... Κάποιες φορές ξεσπούσε και του τά’ λεγε. Δάκρυα, συγγνώμες, πάλι αγάπη και εξηγήσεις (οι οποίες πάντα προκαλούσαν αλλεργία στον Σέρχιο, ανεξάρτητα από την αφορμή). Κι ύστερα πάλι τα ίδια. Και ξανάπαιρνε το γλυκό του ύφος, την υποχωρητικότητα, το «όπως θέλεις εσύ» για να κυλά η μέρα τους τουλάχιστον στοιχειωδώς ομαλά. Όμως αισθανόταν αποστεγνωμένος από κάθε δύναμη να ζήσει. Ώσπου σιγά σιγά άρχισε να διαγράφεται στο μυαλό του το σχέδιο διαφυγής. Κάποιες στιγμές όταν τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα, το εγκατέλειπε λέγοντας στον εαυτό του ότι θα κάνει υπομονή. Σχεδόν αμέσως όμως οι καλές στιγμές έφευγαν κι αυτός επέστρεφε ακόμη πιο προσηλωμένος στο μυστικό του πλάνο σωτηρίας. Τώρα κιόλας, μπορούσε να πάει στο αεροδρόμιο, να ρωτήσει ποιο αεροπλάνο πετάει πρώτο για την πόλη του, να επιβιβαστεί, και τα βάσανά του είχαν τελειώσει. Αυτός, ουσιαστικά, δεν είχε κανένα πρόβλημα.

Η πιο αφόρητη όμως σκέψη ήταν ότι ο Σέρχιο δε θα τον αναζητούσε. Δε θα τον νοσταλγούσε, δεν θα του τηλεφωνούσε ποτέ, δεν θα πήγαινε μοναχικούς περιπάτους στα αγαπημένα τους στέκια ακούγοντας τραγούδια που σήμαιναν κάτι ιδιαίτερο γι’ αυτούς, ούτε θα μελαγχολούσε με ταινίες που είχαν δει μαζί κάποτε, και βιβλία που είχαν δωρίσει ο ένας στον άλλο. Αν του τον θύμιζαν, φυσικά.

Του ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένα ιδιαίτερο είδος ανθρώπων, οι «Σέρχιο» -ακόμη κι αν δε μοιάζουν με παλαιούς κινηματογραφικούς αστέρες, στην βελτιωμένη εκδοχή τους-, οι οποίοι καταφέρνουν να ζουν μέσα σε έναν διηνεκή μετεωρισμό που καταλήγει ευτυχία∙ οι υπέργηροι γονείς τους υποφέρουν από σοβαρές ασθένειες δίχως ποτέ ν’αποβιώνουν, η διδασκαλική τους θέση στην δημόσια εκπαίδευση είναι εκεί και τους περιμένει, χωρίς ποτέ να εμφανίζονται για να διδάξουν, «συγκατοικούν» χωρίς να «συζούν» στ’ αλήθεια, βρίσκονται μονίμως πριν από την μέση ηλικία δίχως ποτέ να την υπερβαίνουν και αν ποτέ το αποφασίσουν, θα υπάρχει πάντα κάποια καλή κοπέλα να τους παντρευτεί. Έτσι, ο «Βιτόριο Γκάσμαν» συνέχιζε να έχει όλα τα «βαρίδια της ζωής του», χωρίς όμως κανένα από αυτά να εμποδίζει την επ’ αόριστον παράταση της διαβίωσής του στη Μαδρίτη. Αδιαφορώντας για τα προβλήματα, εφόσον κάποιος άλλος θα βρισκόταν πάντα να τα λύσει, ή, λόγω συγκυριών θα λύνονταν από μόνα τους.

Το εξαιρετικό αυτό παράδειγμα θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει λοιπόν και ο ίδιος. Αν το καλοσκεφτόταν, δεν είχε ανάγκη κανέναν. Το σπίτι του στο νότο τον περίμενε πάντα, οι υψηλές, για τα δεδομένα της μικρής κοινωνίας του τόπου, γνωριμίες του πατέρα του θα τον εξασφάλιζαν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο- και ποιος δε θα ήταν ευτυχής να προσφέρει εκδούλευση στο Ντον Ματέο; Άλλωστε οι γονείς δεν έχαναν ποτέ την ελπίδα. Στην εποχή μας εξάλλου οι νέοι δέχονται τόσες νοσηρές επιδράσεις... Άθλια πρότυπα από τραγουδιστές, ηθοποιούς, ακόμη και πολιτικούς ή ποδοσφαιριστές! Στον καιρό τους δε συνέβαινε τίποτε παρόμοιο. Όλα ήταν αυστηρά ιδιωτικές υποθέσεις των οικογενειών. Πάντοτε οι νέοι χρειάζονταν ένα χρονικό διάστημα για να κάνουν τρέλες, «να πειραματιστούν», όπως λέγεται σήμερα. Κι ο ίδιος ο ντον Ματέο κάποτε ήθελε να φύγει με την ιεραποστολή στους ισπανόφωνους τροπικούς, είδε όμως τον ιερέα της ενορίας να γυρνά από εκεί με βαριά ελονοσία, και συνετίστηκε.

Ο ντον Ματέο, σενιορίτο του νότου στα νιάτα του, επιστήμων, δημοτικός σύμβουλος, ενεργός καθολικός και πολύτεκνος, είχε μια στιβαρή άποψη περί ζωής, στην οποία, στο τέλος, υπέκυπταν τα πάντα. Ούτε και ήταν άστοργος με τα παιδιά του. Το καθένα όσο μπορεί∙ άλλο έγινε γιατρός, άλλο αρχιτέκτων, αυτό το κακόμοιρο που δεν τα κατάφερνε σε τίποτα, θα το έπαιρνε δίπλα του στο γραφείο. Γενικών καθηκόντων: ηλεκτρονικός υπολογιστής, τήρηση αρχείου, εξωτερικές εργασίες... «Είναι τόσο σχολαστικός. Μόνο αυτόν εμπιστεύομαι!». Και όταν πια θ’ αποχωρούσε, το ίδιο θα έκανε ο μεγαλύτερος γιος του, κληρονόμος του γραφείου, της πελατείας και της θέσης στο δημοτικό συμβούλιο, απ’ όπου διοχετεύονται οι δουλειές.

Μια απόφαση ήταν, και θα μπορούσε να κάνει κι αυτός «φυσιολογική» ζωή σαν όλους τους άλλους. Η πρώην κοπέλα του είχε παντρευτεί στα χρόνια που μεσολάβησαν κάποιον συνάδελφό της με κάπως αραιά μαλλιά κι επιπλέον κιλά για την ηλικία του. Μπορεί να ήταν σύμπτωση, μπορεί όμως ο «τύπος» του, που δεν ήταν αρκετά καλός για τον «Βιτόριο Γκάσμαν», να έχει πέραση σε μια ορισμένη κατηγορία γυναικών. Συνεπώς, όλο και κάποια θα βρισκόταν. Ευτυχώς, στην εποχή μας τα ζευγάρια δείχνουν διακριτικότητα∙ όλοι έχουν το παρελθόν τους. Και αν καμιά φορά τον έπιανε απόγνωση, τι να γίνει, κανείς δε μπορεί να τα έχει όλα!

Όταν πλέον ο ήλιος είχε δύσει και στο σιντί οι Πρεσούντος Ιμπλικάδος τραγουδούσαν τώρα πως «Το ποτέ είναι για πάντα», αποφάσισε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο του ηλιοβασίλεμα στο πάρκε ντελ Οριέντε. Την επόμενη μέρα, θα άφηνε τον Σέρχιο, τον επονομαζόμενο και «Βιτόριο Γκάσμαν» -με σαφώς καλύτερη κατατομή, βεβαίως. Άσε που από καιρό δεν τον έβρισκε πια και τόσο όμορφο.


Από τη στιγμή που διάβασε την είδηση, της καρφώθηκε στο μυαλό. Καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα, Κυριακή, αφηρημένη μπροστά στην «πιο όμορφη θέα της πόλης», όπως της έλεγαν επί χρόνια οι επισκέπτες της, -τον καιρό όπου είχε επισκέπτες- και περίμενε τον Κούρρο με τις εφημερίδες. Ή μάλλον, με την συντετμημένη και λογοκριμένη εκδοχή τους –πολιτιστικά, κοσμικά, ταξιδιωτικά- αποφεύγοντας ό,τι θα μπορούσε να την στεναχωρέσει. «Μαμά, νομίζω πως αρκετές φρικαλεότητες διαβάζεις κάθε μέρα στα αστυνομικά σου», αστειευόταν εκείνος. Ήταν μία χειρονομία λεπτότητας από την πλευρά του, την οποία ποτέ δεν είχε ζητήσει η ίδια, όμως την δεχόταν με ευχαρίστηση, αν όχι με ευγνωμοσύνη. Ποιος θέλει να μαθαίνει δυσάρεστα σ’ αυτή την ηλικία; Ίσα-ίσα, πρέπει να μοχθεί κάθε μέρα ώστε να μην εισβάλλουν στη ζωή του από παντού. Έτσι λοιπόν, χάζευε ανόρεχτα τη θέα, έχοντας ετοιμάσει καφέ και γλυκά για να υποδεχτεί το γιο της. Ντυμένη άψογα, όπως πάντα, κάτι που περιελάμβανε το απλό μαργαριταρένιο της κολλιέ (το τρίσειρο έμενε χρόνια πλέον στην κοσμηματοθήκη), μία μικρή διαμαντένια καρφίτσα και τα «καθημερινά» της χρυσά δαχτυλίδια. «Είναι θέμα αγωγής», έλεγε, «κι εξάλλου με βοηθούν να νιώθω καλύτερα μέσα στο σπίτι». «Μητέρα, είσαι πάντα υπέροχη», θα της έλεγε ο Κούρρο όταν θα ερχόταν. Είχε κληρονομήσει κι αυτός τη δική της αβροφροσύνη και διακριτικότητα. Απόδειξη, ακόμη και το σπίτι όπου είχε επιλέξει να μένει: σε διαδρομή ελάχιστων λεπτών, αλλά όχι σε οπτική επαφή. Πάντοτε καλοντυμένος, ευγενής, θα ήταν το όνειρο κάθε γυναίκας. Είχε ακόμη χρόνο μπροστά του. «Μα δικό σου είναι το φταίξιμο», της απαντούσε, «μ’ εσένα μητέρα, ο πήχυς έχει ήδη ανέβει πολύ ψηλά». Γελούσε, δεν το αρνιόταν. Δύσκολα θα έβρισκε ο Κούρο κάποια σαν εκείνην∙ ειδικά στην εποχή μας. «Μνημείο Γυναίκας» την αποκαλούσαν στα νειάτα της. Αυτές οι ωραίες φιλοφρονήσεις του παλιού καλού καιρού… «Λα πρεθιόσα», ήταν η καθημερινή συζυγική προσφώνηση του Λίνο, -τον καιρό που μπορούσε να μιλήσει-, ακόμη μέχρι την πολύ προχωρημένη ηλικία, πριν το εγκεφαλικό, τα νοσοκομεία και τη μεταφορά ξανά στο σπίτι ζωντανός νεκρός.

Εκείνη την ημέρα ακριβώς, στα λογοκριμένα έντυπα του Κούρρο, ανακάλυψε την είδηση που την αναστάτωσε… Το Καφέ ντε Παρίς…

Τι υπέροχες, απίστευτα ευτυχισμένες ημέρες είχε ζήσει εκεί μέσα! Τότε που ο κόσμος ήξερε να ντύνεται, να δέχεται, να βγαίνει (διαπίστωνε ότι σκεφτόταν ήδη σαν τυπική γυναίκα της ηλικίας της). Θυμόταν ένα προς ένα όλα τα φορέματα που είχε επιδείξει στο Καφέ ντε Παρίς, με ποια κοσμήματα ακριβώς τα είχε συνδυάσει, ποια παπούτσια και λοιπά παραφερνάλια μίας «πρεθιόσα» του παλιού καλού καιρού. Εκείνη τη νύχτα που μπαίνοντας, για λίγα δευτερόπεπτα σταμάτησαν όλοι και όλα: οι συζητήσεις στα τραπέζια, το σερβίρισμα από τα γκαρσόνια, ακόμα και οι μουσικοί στα αναλόγιά τους καθυστέρησαν ν’ αλλάξουν παρτιτούρα… Ο Λίνο είχε γίνει έξαλλος! «Είναι ανάγκη να βγαίνεις τόσο φανταχτερή;», της έσφιξε τον καρπό οδηγώντας την στο τραπέζι τους. Οι άντρες τίποτα δεν εκτιμούν. Παντρεύονται μία πρεθιόσα και αντί να νιώσουν περήφανοι, ντρέπονται. Η πρεθιόσα δεν είχε προδιαγραφές Μαντάμ Μποβαρύ∙ το μόνο που ήθελε, αυτό που τη συγκινούσε, ήταν να κυκλοφορεί την ομορφιά της, αλλά ο Λίνο είχε τον τρόπο του να γίνεται ιδιαίτερα δυσάρεστος πολλές φορές.

Τότε που, γνωστό φωτογραφείο του κέντρου – δεν υπάρχει πια- της είχε ζητήσει να κυκλοφορήσει το φωτογραφικό της πορτραίτο σε καρτ ποστάλ –κάτι που ο Λίνο είχε αρνηθεί οργισμένα, διότι τα πράγματα τότε ήταν διαφορετικά: η επίδειξη της ματαιοδοξίας συνιστούσε χείριστο γούστο. Η ίδια το περίμενε άλλωστε, οπότε δεν είχε απογοητευτεί υπερβολικά. Το ίδιο είχε συμβεί μερικά χρόνια νωρίτερα στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσε, όταν η φωτογραφία της με την τοπική ενδυμασία από τις γιορτές του Κόρπους Κρίστι δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα με τη λεζάντα «η μικρή χαριτωμένη φολκλόρικα συνεχίζει την παράδοση». Ο πατέρας της τότε είχε αντιδράσει άσχημα, ζητώντας το λόγο από τον εκδότη -ο οποίος ετύγχανε και συνενορίτης τους. «Μα, ήταν απλώς ένα τρυφερό στιγμιότυπο, διαβεβαιώνει ότι τα έθιμα του λαού μας περνούν με τη μεγαλύτερη φυσικότητα από γενιά σε γενιά», απολογήθηκε εκείνος. Ο πατέρας, παρότι κολακεύτηκε από αυτή την εκδοχή, εντούτοις δεν πείστηκε για την χρησιμότητα της φωτογραφίας της κόρης του στην εφημερίδα. Έκτοτε οι σχέσεις της οικογένειας με τον εκδότη και ευσεβή συνενορίτη ψυχράνθηκαν.

Έτσι, χρόνια αργότερα, όταν ο Λίνο, ως σύζυγος, απαγόρευσε οργισμένος την μαζική εκτύπωση του φωτογραφικού της πορτραίτου για καρτ-ποστάλ, απογοητεύτηκε σαφώς, πλην όμως το περίμενε. Πάντα όλοι ήθελαν την «πρεθιόσα» για τον εαυτό τους, σαν έναν μικρό οικιακό θησαυρό που φύλαγαν σε κρυφή θυρίδα για ν’ απολαύσουν κατ’ ιδίαν. Εν είδη αποζημίωσης βέβαια, είχε όποια άνεση ήθελε, ακόμη κι αυτές τις μικρές πολυτέλειες που η αυστηρή ανατροφή στην επαρχία απέρριπτε. Η Ντόνια Πρεθιόσα δε χρειάστηκε να κάνει δουλειές νοικοκυριού∙ σαν κάθε μητέρα φυσικά, ξενύχτισε με τις παιδικές αρρώστιες του Κούρρο και του παρέστεκε στοργικά τις ώρες της μελέτης του. Υπήρξε πάντα μία πιστή σύζυγος και μία αφοσιωμένη μητέρα. Ένα πρότυπο.

Μετρούσε ήδη τρία χρόνια αυτοεγκλεισμού με την αρρώστια του Λίνο. Και το έκανε έχοντας ανεπτυγμένη την αίσθηση του καθήκοντος απέναντι σ’ αυτόν που υπήρξε σύζυγός της –παρ’όλο τον απότομο χαρακτήρα του-, δίχως ποτέ να διαμαρτυρηθεί, πιστή στις αρχές της αυστηρής της ανατροφής. Η πρεθιόσα ήταν μία κυρία παλαιάς κοπής, «στην υγεία και στην ασθένεια», καθώς το όριζαν οι γαμήλιοι όρκοι. Η αφοσίωσή της έδειχνε αξιοθαύμαστη, όπως παραδέχονταν όλοι –συμπληρώνοντας χαμηλόφωνα: «είναι να μη σου τύχει».

Είχε αφήσει στη μέση το τελευταίο αστυνομικό που διάβαζε. Ο γιος της είχε δίκιο∙ της είχαν γίνει ένα είδος εξάρτησης. Τα διάβαζε μάλιστα βουλιμικά, πολλά μαζί, μέχρι αργά τη νύχτα, ώσπου μπέρδευε τις υποθέσεις του ενός με του άλλου. (Και ωστόσο, σε κανένα μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει να βρει τη δική της περίπτωση, γεγονός που την τρόμαζε αλλά συγχρόνως της έδινε μία άγρια χαρά!)

Στο συγκεκριμένο αστυνομικό μυθιστόρημα που είχε εκείνη τη στιγμή στα χέρια της, ένας γάλλος σεφ, τιμημένος με δύο αστέρια Μισελέν, λίγο πριν τα εγκαίνια του θυγατρικού του εστιατορίου στο Λονδίνο, βρίσκεται δολοφονημένος. Πρώτος ύποπτος φυσικά, ο συνεργάτης του, -ο συγγραφέας σκεφτόταν όπως η ίδια, μόνο που αυτή προσέθετε το ειρωνικό σχόλιο «αγγλική γαστρονομία είναι ανέκδοτο, από ζήλεια θα τον σκότωσε». Στη συνέχεια, όπως συμβαίνει πάντα με τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ανακρίνονται η σύζυγος του σεφ, ο γιος του, ο κύκλος των συναναστροφών του, πράγμα που δίνει στο συγγραφέα τη δυνατότητα να περιγράψει ένα περιβάλλον όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Η σύζυγος τον απατούσε με το συνεργάτη του (ασφαλώς, δεν εκπλησσόταν), ο γιος του ήταν ομοφυλόφιλος εθισμένος στις ουσίες για τις οποίες ξόδευε δυσανάλογα των εσόδων του ποσά, κερδίζοντάς τα με άνομες μεθόδους, οι φίλοι του τον ανέχονταν λόγω κοινωνικού κύρους, εφόσον επρόκειτο για έναν ανυπόφορο αλλαζόνα... Το τελειωτικό χτύπημα για την κατάρριψη της βιτρίνας, είναι η αποκάλυψη ότι ο οδηγός Μισελέν στην επόμενή του έκδοση, επρόκειτο να του αφαιρέσει, μετά από πολλά χρόνια, ένα από τα δύο αστέρια αξιολόγησης... Ο καθ' ύλην αρμόδιος κριτικός, ως μεταθανάτιο φόρο τιμής και για να μην εξευτελίσει περαιτέρω έναν νεκρό, όχι μόνο δεν του αφαιρεί το άστρο Μισλέν, αλλά του προσθέτει ένα ακόμα!

Εννοείται πως, με την πείρα της ως κατά συρροήν αναγνώστριας αστυνομικών, ο ρόλος του της φαινόταν ύποπτος. Πενήντα σελίδες αργότερα, δικαιωνόταν. Το θύμα είχε πάει να του ζητήσει το λόγο για την αφαίρεση του ενός άστρου, η λογομαχία κατέληξε σε χειροδικία (γεγονός απαράδεκτο για τόσο εκλεπτυσμένους ήρωες, όμως άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, κι αφού το θέλει ο συγγραφέας) με αποτέλεσμα ο φόνος να προέλθει από ατύχημα. Στη συνέχεια, ο κριτικός μετέφερε το πτώμα εκεί όπου βρέθηκε και προσπάθησε να μην αλλάξει τίποτα στη ζωή του που θα τον καθιστούσε ύποπτο. Άδοξο τέλος για τόσο συγκλονιστική πλοκή με ισχυρές δόσεις γκλάμουρ, αλλά συμβαίνουν και αυτά στην αστυνομική λογοτεχνία.

'Ετσι, πέρασε κι αυτό το βράδυ.

Λένε πως όταν βρίσκεται κανείς σε κώμα, ακούει και καταλαβαίνει τα πάντα γύρω του, απλώς δε μπορεί να αντιδράσει. Της ήταν δύσκολο να το πιστέψει, έτσι όπως έβλεπε το Λίνο τα τελευταία χρόνια, στο δωμάτιο που του είχαν διαμορφώσει ειδικά –για πρακτικούς λόγους αλλά και διότι αγριευόταν να κοιμάται πλέον μαζί του-, μ’ εκείνα τα μάτια ψαριού έτοιμου να ριχτεί στο τηγάνι. Ωστόσο, κυκλοφορούσε στο σπίτι όπως πάντα, κομψή, στολισμένη –αν και με τις χαμηλοτάκουνες ανατομικές γόβες, μοναδική παραχώρηση της ηλικίας- η αγαπημένη του «πρεθιόσα». Για τη φροντίδα του εξάλλου, υπήρχε μία αλλοδαπή κοπέλα η οποία διαβεβαίωνε ότι στην πατρίδα της ήταν επαγγελματίας νοσοκόμα και, από την ικανότητά της, δεν είχε λόγο να μην την πιστεύει. «Ξέρει όλα τα φάρμακα που πρέπει να παίρνει, εγώ δεν έχω ιδέα. Θα ήμουν χαμένη χωρίς αυτήν», έλεγε πάντα.

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα της παρείχαν μία πληθώρα εμπνεύσεων∙ θα μπορούσε να του σταματήσει την χορήγηση των φαρμάκων. Ή, να βάλει άλλα αντί άλλων στα μπουκαλάκια και να χρεώσει το σφάλμα στην ξένη που τελικά δεν ήταν νοσοκόμα όπως ισχυριζόταν -άλλωστε δε μιλούσε καλά τη γλώσσα ώστε συχνά η συνενόησή τους να είναι προβληματική… Αισθανόταν τύψεις για το τόσο φιλότιμο κορίτσι, όμως το πάθος της αποδεικνυόταν ισχυρότερο. Τελικά, η λύση ήρθε όταν η κοπέλα ανακοίνωσε ότι έπρεπε να επιστρέψει στη χώρα της προκειμένου να μην απελαθεί και ότι δε θα μπορούσε να ξαναγυρίσει παρά, στην καλύτερη περίπτωση, ύστερα από εφτά χρόνια. Αυτή λοιπόν ήταν η ευκαιρία της! Θα έφταιγε η παράνομη αλλοδαπή που παρουσιαζόταν ως νοσοκόμα, αλλά δεν είχε ιδέα από νοσηλευτική, μετά βίας επικοινωνούσε με την εργοδότριά της, και, πάνω στον πανικό της έφευγε διαπράττοντας μια εγκληματική αμέλεια. Το κράτος έχει τόσα προβλήματα, ώστε κανείς δε θα καθόταν να ψάξει περισσότερο την υπόθεση. Κι έπειτα, είναι σίγουρο αν το όνομα που έδινε ήταν το αληθινό της; Σε εφτά χρόνια, αλλάζουν τα πάντα. Ποιος ξέρει αν θα ήθελε να γυρίσει, ή αν η ίδια η πρεθιόσα θα βρισκόταν ακόμη εν ζωή… Σε μία ακραία περίπτωση, θα μπορούσε ακόμη και να υποστηρίξει ότι φεύγοντας τής έκλεψε κάποια τιμαλφή. Κανείς δεν είχε τον πλήρη κατάλογό τους, ο Κούρρο ήταν τελείως αδιάφορος ως προς αυτά τα ζητήματα, ούτε καν ο Λίνο τις εποχές που είχε τα λογικά του θα μπορούσε να απαριθμίσει ή να αναγνωρίσει τα κοσμήματά της –δικά του δώρα, ή κληρονομημένα. Οι άντρες…

Όμως τα πράγματα εξελίχτηκαν καλύτερα κι από το πιο φροντισμένο της σενάριο∙ η κοπέλα έφυγε όντως σαν κυνηγημένη ώστε δε χρειάστηκε καν να «στερηθεί» κανένα από τα αγαπημένα της στολίδια. Αντίθετα, πόζαρε μπροστά στον καθρέφτη φορώντας όλα όσα υποτίθεται ότι είχε κλέψει φεύγοντας και "ξεχνώντας" να χορηγήσει στον άρρωστο την αναγκαία δόση φαρμάκων. Και η κηδεία του Λίνο έγινε λίγες μέρες αργότερα.

Δέκα μήνες είχαν κυλήσει από τότε και απέμεναν λίγοι μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες αποκατάστασης του ιστορικού κτιρίου.

Ο καθιερωμένος απογευματινός της περίπατος για λόγους υγείας, την έφερνε όλο και πιο συχνά έξω από το μπανταρισμένο ισόγειο με την ένδειξη "Καφέ ντε Παρίς, έναρξη προσεχώς». Πολλές φορές μάλιστα, αναγκαζόταν να παίρνει ταξί, διότι οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν.

Δεν δικαιούνταν μία τελευταία χαρά εις τας δυσμάς του βίου;

Ζούσε ήδη μία αξιοπρεπή αιωνιότητα, όπου οι ώρες δεν κυλούσαν. Όπου σπρώχνεις τις μέρες για να περάσουν, κι αυτές δεν περνούν. Η ζωή ήταν πλέον θλιβερή και άσχημη, κι ωστόσο έπρεπε να την αντέξει.

Σε κάποια από τις κοινωνικές εκπομπές της τηλεόρασης έπεσε πάνω σε μία συζήτηση περί ευθανασίας. Ένιωθε αηδία, ήθελε ν’ αλλάξει σταθμό, όμως παρέμενε εκεί καθηλωμένη, όπως όταν μικρή έβλεπε την πυρκαγιά στους απέναντι λόφους και αντί να τρέξει ή να ειδοποιήσει, παρέμενε εκεί γοητευμένη από το φριχτό θέαμα. Άκουσε όλες τις απόψεις. Σύμφωνα με κάποιους, είχε απαλλάξει μία προσφιλή της ανθρώπινη ύπαρξη από τον πόνο και τον εξευτελισμό. Σύμφωνα με άλλους, είχε διαπράξει ένα έγκλημα. Στο τέλος, ένας ήπιος συνομιλητής, με κόκκινα μαλλιά και φακίδες που του έδιναν έναν αέρα παιδικότητας, δήλωσε ότι κανείς δεν ξέρει τι περνούν όσοι έχουν στη φροντίδα τους άτομα καταδικασμένα από την αρρώστεια, και μακάρι οι υπόλοιποι να μην χρειαστεί να πάρουν ποτέ τις αποφάσεις που έχουν να πάρουν εκείνοι! Ανέπνευσε ανακουφισμένη. Αυτός ο άγνωστος νομικός στην τηλεόραση την καταλάβαινε, πολύ περισσότερο μάλιστα, της έδινε άφεση αμαρτιών! Από τότε, σκεφτόταν όλο και λιγότερο το ζήτημα.

Ανέκυπτε όμως ένα άλλο το οποίο δεν είχε υπολογίσει μέχρι τώρα. Τώρα που, θεωρητικά ήταν ελεύθερη να πάει στο Καφέ ντε Παρίς, δεν είχε με ποιον! Οι περισσότεροι οικογενειακοί της φίλοι είχαν την ατυχή έμπνευση να πεθάνουν στο μεταξύ, -ως προς αυτό, η πρεθιόσα υπήρξε τυχερότερη-, ενώ κάποιοι που ζούσαν ακόμη, είχαν μετακομίσει σε ιδιωτικά γηροκομεία στις εύκρατες ζώνες της χώρας. Αυτό το καινούριο πρόβλημα τη βύθιζε στην απελπισία. Από τον Κούρρο δεν τολμούσε να ζητήσει να την συνοδέψει, παρ’ ότι εκείνος πάντα την ενθάρρυνε να βγαίνει∙ «με ποιον να βγω και πού να πάω αγόρι μου;» τον ρωτούσε. (Με εξαίρεση βέβαια τον καθημερινό απογευματινό της περίπατο για λόγους υγείας, με το καθορισμένο δρομολόγιο.)

Προσπαθούσε να επινοήσει λύσεις. Ο κόσμος εξελίσσεται∙ ακόμη και τα πλέον ευυπόληπτα πρόσωπα της κοινωνικής ζωής έχουν ελευθερίες που παλιά θα ήταν αδιανόητες. Να, η δούκισσα της Άλμπα, στα ογδόντα της, μετά από δύο χηρείες και μία εγχείρηση στη σπονδυλική στήλη, είναι κάθε μέρα σε εγκαίνια, βραβεύσεις, παραστάσεις, και φυσικά σε όλα τα περιοδικά και τις εκπομπές κοινωνικού σχολιασμού, πάντα υποβασταζόμενη για να περπατήσει από κάποιες λιγότερο ηλικιωμένες φίλες της, πρώην ή εν ενεργεία νύφες της, ή ακόμη και γυναίκες του προσωπικού της! Σκέφτηκε κι εκείνη, ελλείψει άλλης συντροφιάς, να προτείνει στην κυρία που της μαγείρευε και καθάριζε το σπίτι να πάνε μαζί στο Καφέ ντε Παρίς. Πώς θα έμπαινε όμως η βασίλισσα πρεθιόσα σ’ εκείνο τον χώρο όπου είχε λάμψει κάποτε, με τόσο ταπεινή συντροφιά, κι εξάλλου, τι θα είχαν να συζητήσουν εκεί μέσα οι δυο τους; Αδιέξοδο. Προτίμησε λοιπόν ν’ αφήσει τη δούκισσα της Άλμπα στη χλεύη των κουτσομπολίστικων εκπομπών και εντύπων, και ν’ αναζητήσει μία πιο αξιοπρεπή λύση για τον εαυτό της.

«Η Ισιδώρα επέστρεψε» λεγόταν το αστυνομικό που προσπαθούσε τώρα να διαβάσει. Η ηρωίδα Ισιδώρα, αστέρι της μουσικής, μία αληθινή ντίβα όπως η Γκλόρια Εστέμπαν στα νιάτα της –τουλάχιστον αυτήν θύμιζε η περιγραφή του συγγραφέα, αν και η ίδια ήταν περισσότερο της εποχής της Σάρα Μοντιέλ-, επιστρέφει στη χώρα της Λατινικής Αμερικής από την οποία κατάγεται, για μία θριαμβευτική συναυλία. Αντί αυτής όμως, πυροδοτείται μία σειρά απανωτών γεγονότων. Η Ισιδώρα, όπως κάθε καλλιτέχνης της κατηγορίας της, υπήρξε φτωχή και καταφρονεμένη στον τόπο της, συνεπώς, αυτό που θέλει επιστρέφοντας γι’ αυτή τη μοναδική συναυλία, είναι να δείξει σε όλους όσοι την έβλαψαν και την πλήγωσαν, πόσο ψηλά έχει ανέβει –καθότι, ως γνωστόν, η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση. Επιπλέον, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η τελευταία διεθνής επιτυχία της, η οποία κυκλοφορεί σε αγγλική και ισπανική εκδοχή, λέει περίπου: «Μια μέρα θα πονέσεις χειρότερα απ’ όσο πόνεσα εγώ, μια μέρα ο πόνος που μου έδωσες θα σου επιστραφεί στο δεκαπλάσιο, μια μέρα θα τα χάσεις όλα» και η Ισιδώρα αδημονεί να την ερμηνεύσει στο κοινό των συμπατριωτών της. Φυσικά, περιβάλλεται από έναν σύζυγο-μάνατζερ, μία πιστή ισπανόφωνη βοηθό με την οποία διατηρεί σχέση αγάπης- μίσους, και ένα μικρό επιτελείο με στυλίστα, κομμωτή και μακιγιέρ. Μέχρι εδώ τίποτα το ασυνήθιστο, όλα προβλέψιμα και κλισαρισμένα. Η Ισιδώρα όμως, βρίσκεται δολοφονημένη, και καθώς αντιλαμβάνεται κάθε έμπειρος αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων, ακολουθεί μία αλυσίδα αποκαλύψεων. Όπου γίνεται γνωστό ότι η ντίβα είχε δεχτεί την επίσκεψη του παλιού της έρωτα, εκείνου που την είχε προδώσει πάνω στην ορμή του να βγάλει χρήματα. Χωρίς να τα έχει καταφέρει άσχημα, η περιουσία του ούτε καν υπολογίζεται σε σύγκριση με τη δική της -εκτός του ότι μεγάλο μέρος της είναι υποθηκευμένο για ένα παράτολμο επιχειρηματικό άνοιγμα («Μια μέρα θα τα χάσεις όλα»). «Κατά κάποιον τρόπο σου χρωστώ όσα πέτυχα», του λέει η Ισιδώρα. «Αν είχαμε μείνει μαζί, στην καλύτερη περίπτωση θα ήμουν τώρα μία νοικοκυρά που θα μεγάλωνε τα παιδιά σου, θα μαγείρευε και θα γερνούσε περιμένοντας να γυρίσεις σπίτι τα βράδυα. Ενώ τώρα… No hard feelings», καταλήγει στα αγγλικά, που είναι πλέον η δεύτερη γλώσσα της, «ορίστε και για τις κορούλες σου», του δίνει δύο υπογεγραμμένες φωτογραφίες της. Touché!

Ωστόσο, αυτός ο ασήμαντος, δε θα ήταν ικανός να τη σκοτώσει∙ δεν έχει καν το κίνητρο. Η συνάντηση χρησιμεύει μόνο στο να ρίξει φως στην ψυχολογία της πρωταγωνίστριας. Στη συνέχεια γίνεται γνωστό ότι τη νύχτα της συναυλίας προαλειφόταν στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο βρίσκεται ξαφνικά ξεκρέμαστο αφού εκλείπει ο αντιπερισπασμός.

Το βιβλίο ήταν κάπως φανταιζί για τα γούστα της. Υπερβολική πολιτική, υπερβολικός κόσμος του θεάματος… Ίσως έφταιγε το γεγονός ότι γράφτηκε από έναν συγγραφέα της μόδας που νόμιζε ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα, ακόμη και να γράψει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Το άφησε στην άκρη προσωρινά.

Τα εγκαίνια βρισκόταν πλέον σε απόσταση αφής, καθώς λέγεται, και, όπως ήταν αναμενόμενο, το κυριακάτικο ένθετο ανέφερε το γεγονός στην πολιτιστική του ατζέντα.

«Καφέ ντε Παρίς, θυμάσαι αυτό το ερείπιο;» τη ρώτησε ο Κούρρο. Και χωρίς να περιμένει την απάντηση, ξεκίνησε να αγορεύει, ότι σε κάθε χώρα σχεδόν υπήρχε κάτι που το ονομάζουν ανάλογα, γεγονός εξοργιστικό που δείχνει μόνον επαρχιωτισμό, λες και το Παρίσι είναι ο μόνος τόπος όπου ανθεί και θάλλει το καλό γούστο. Το συγκεκριμένο μάλιστα κτίσμα, είναι τέτοιο κομψοτέχνημα Αρ Νουβώ, ή μάλλον μοντερνίστα, όπως λέγεται σωστότερα στη γλώσσα τους, ώστε δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα άλλων χωρών – το αντίθετο μάλιστα.

Άκουγε υπομονετικά τα αρχιτεκτονικά και κοινωνιολογικά του σχόλια αμίλητη, ενώ μέσα της δεν είχε παρά μία σκέψη: να πάει, να πάει!

Η «πρεθιόσα», η καλλονή που δεν έγινε κάρτ-ποστάλ, η αιώνια φιλάρεσκη που κυκλοφορούσε μέσα στο σπίτι με τις καρφίτσες και το μαργαριταρένιο κολλιέ, ήθελε να ζήσει όμορφα… λίγο ακόμα.
Η ανημπόρια της γινόταν βουβή οργή και η οργή σχεδόν κλάμα. Όμως λίγο πριν αυτό ξεχειλίσει, αναδυόταν από μέσα της σαν πείσμα, μία παράλογη πίστη ότι την τελευταία στιγμή θα γίνει ένα θαύμα και το όνειρό της θα πραγματοποιηθεί. Άλλωστε, για την πραγματοποίηση του είχε διαπράξει… Ένα έγκλημα; Μία θεάρεστη λύτρωση; Όχι, αυτό αρνούνταν να το σκεφτεί. Ακόμα και στις εκπομπές της τηλεόρασης δεν είχαν σαφή απάντηση σ’ αυτό το ζήτημα.

Η νύχτα των εγκαινίων πλησίαζε και τίποτε άλλο δεν την ενδιέφερε πια, ούτε καν το να μάθει ποιος ήταν ο δολοφόνος στο «Η Ισιδώρα επέστρεψε».

Και ακράδαντη η πίστη της πως όλα επιλύονται λίγο πριν το τέλος, δικαιώθηκε. Λίγο πριν από τα εγκαίνια λοιπόν, τηλεφώνησε ένας ανεψιός της. Είχε να τον δει χρόνια, ωστόσο της τηλεφωνούσε ανελειπώς για την Πρωτοχρονιά και την ονομαστική της εορτή, μιλώντας της πάντα στον πληθυντικό. Συμπαθητικό παιδί –παιδί, σχήμα λόγου, στην ηλικία του θα έπρεπε ήδη να έχει δικά του παιδιά με δικαίωμα ψήφου-, ποτέ δεν ήξερε ακριβώς με τι ασχολούνταν. Άλλοτε ζούσε στο εξωτερικό σπουδάζοντας κάτι ακατανόητο για την ίδια, άλλοτε μάθαινε ότι είχε κάνει μία έκθεση φωτογραφίας σε κεντρική γκαλερί, άλλοτε έγραφε ποιήματα… Της εξήγησε ευγενικά ότι το τελευταίο του σχέδιο ήταν ένα βιβλίο-λεύκωμα για την ιστορία του Καφέ ντε Παρίς, και για την πραγματοποίησή του χρειαζόταν τη βοήθειά της. Μήπως θα είχε την καλοσύνη να τον συνοδέψει στη βραδιά των εγκαινίων; Θα υπήρχε ζωντανή μουσική, χορός κι ένα μικρό κωμικό μονόπρακτο. Είχε επίσημη πρόσκληση για δύο άτομα. Όχι, δεν ήθελε να τον συνοδεύσει καμία κοπελίτσα της ηλικίας του ή μικρότερης ηλικίας. Ήθελε ακριβώς αυτήν, την θεία πρεθιόσα, που έζησε το Καφέ ντε Παρίς σε εποχές δόξας. Η μαρτυρία της θα του ήταν πολύτιμη. Θα πήγαιναν ακόμη όσες φορές έπρεπε ώστε να θυμηθεί κάθε χρήσιμη για το έργο του λεπτομέρεια. Όχι, ας μην είχε κανέναν ενδοιασμό να φορέσει ό,τι θεωρούσε κατάλληλο για την περίσταση. Θα προσπαθούσε και ο ίδιος να ντυθεί όπως αρμόζει. Η συνεργασία της θα του ήταν απαραίτητη, σκεφτόταν μάλιστα από τώρα να της αφιερώσει το βιβλίο…

Τι συγκινητική βραδυά!

Ήδη, στη στροφή του δρόμου, διακρίνοντας το πλήθος να περιμένει απέξω, ένιωσε εκείνη την παλιά ατμόσφαιρα της νιότης της, τόσα χρόνια πριν… Οι ίδιες διαδρομές που με βδελυγμία αποκήρυξε όταν έβγαλαν σ’ αδιέξοδα… Τα ίδια πρόσωπα, πιο γερασμένα –και το δικό της επίσης-, ήθελε να τους μιλήσει, να τους αγκαλιάσει, να τους πει: «γεράσαμε μαζί χωρίς καν να γνωριζόμαστε, νιώθω ότι σας αγαπώ, αλήθεια, τι πήγε λάθος;»
«Άλλαξαν τα καθίσματα», την πληροφόρησε ο ανεψιός της, «ευτυχώς, διότι είχε κανείς την εντύπωση ότι η σκόνη τον έπνιγε από παντού». Ίσως. «Μα, λένε ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάζουν για να παραμένουν τα ίδια», του απάντησε εκείνη. Ήταν κάτι που είχε διαβάσει στα αγαπημένα της αστυνομικά μυθιστορήματα, όμως απόψε καταλάβαινε τι σήμαινε. Η ζωντανή μουσική ήταν απολαυστική, ο χορός ιδιαίτερα κεφάτος και το μονόπρακτο ξεκαρδιστικό.

Την επόμενη μέρα θα περίμενε τον Κούρρο με τις λογοκριμένες του κυριακάτικες εφημερίδες για να του διηγηθεί από πρώτο χέρι όλες τις λεπτομέρειες.

Ειρρήσθω εν παρόδω, ο ένοχος στο «Η Ισιδώρα επέστρεψε», ήταν μία παιδική φίλη της ντίβας, που δε άντεξε τη θριαμβευτική της επάνοδο. Οι ιστορίες εκδίκησης ενίοτε καταλήγουν άσχημα. Κρίμα, διότι η ηρωίδα ήταν συμπαθής και θα άξιζε ν’ απολαύσει την δική της.

Πού να ήξεραν όλοι αυτοί οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, -ανεκτίμητη συντροφιά τις αφόρητες ώρες της μοναξιάς της-, ότι εκείνη είχε διαπράξει έναν φόνο, ίσως το τέλειο έγκλημα, και κανείς μα κανείς δεν την είχε ποτέ υποψιαστεί! Ούτε καν όσοι πήγαν στην κηδεία και την είδαν συντετριμένη, ενώ μέσα της γλεντούσε την ελευθερία που ξανακέρδιζε, ή μάλλον δεν είχε απολαύσει ποτέ πριν. Φυσικά, σε άπειρα αστυνομικά μυθιστορήματα ένας κατά τα άλλα φυσιολογικός άνθρωπος γίνεται δολοφόνος λόγω των συνθηκών, όμως κανένα απ΄όσα είχε διαβάσει και θα διάβαζε ακόμα δεν έμοιαζε με αυτό στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει η ίδια.
Και όλα αυτά, επειδή ξανάνοιξε το Καφέ ντε Παρίς!


Η είδηση της αυτοκτονίας του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν ήρθε σαν καλοκαιρινή καταιγίδα την ημέρα όπου η Μαδρίτη δοκίμαζε τον πρώτο της -για την χρονιά εκείνη- καύσωνα. Όλα προοιωνίζονταν μία ημέρα που θα κυλούσε αργόσυρτα, με τα κλιματιστικά μηχανήματα και τους ανεμιστήρες να δίνουν το ρυθμό: τα μανίκια θα σηκώνονταν και οι γραβάτες θα χαλάρωναν στα γραφεία των δημόσιων υπηρεσιών και τις τραπεζικές αίθουσες, τα αυτοκίνητα θα δημιουργούσαν κυκλοφοριακή συμφόρηση στο Πασέο ντε Καστεγιάνα, ενώ οι οδηγοί τους θα κορνάριζαν ατελέσφορα. Καθώς το πρωτάθλημα θα είχε μόλις τελειώσει, τα λάβαρα θα κατέβαιναν σταδιακά ή θα φθείρονταν επάνω στα αγάλματα της Κυβέλης ή του Ποσειδώνα, καθώς αντίστοιχα οι οπαδοί της Ρεάλ και της Ατλέτικο θα ένιωθαν την εποχική πτώση του οπαδικού τους ζήλου, με το ενδιαφέρον αμφότερων των αντιπάλων να στρέφεται πλέον στον σχεδιασμό των καλοκαιρινών διακοπών. Θα ήταν μία ημέρα όπου τα ραδιόφωνα και τα μουσικά τηλεοπτικά δίκτυα θα βομβάρδιζαν το κοινό με τις υποψήφιες επιτυχίες του καλοκαιριού που μόλις ξεκινούσε, κι εκείνο με τη σειρά του θα όφειλε να τις μάθει, να τις καταναλώσει και να τις χορεύει επί τρεις μήνες διαρκώς- με δυνατότητα παράτασης. Θα ήταν μία ημέρα όπου όλοι θα διέθεταν ακόμη αρκετά αποθέματα δυναμισμού, εφόσον θα γνώριζαν καλά πως τα χειρότερα δεν είχαν έρθει και η καρτερικότητα θα τους ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στη συνέχεια.

Η αυτοκτονία του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν κανονικά δεν θα’ πρεπε ν’ απασχολεί εργαζόμενους σε γραφεία δημόσιων υπηρεσιών και τραπεζικές αίθουσες, ούτε εγκλωβισμένους οδηγούς στο μποτιλιάρισμα του Πασέο ντε Καστεγιάνα, πόσο μάλλον οπαδούς της Ρεάλ και της Ατλέτικο, ή παραγωγούς μουσικών εκπομπών και το κοινό τους· κι ωστόσο, λιγότερο ή περισσότερο όλοι θα είχαν ακούσει κάτι γι’ αυτόν. Βέβαια, ένας αδαής θα πίστευε πως οι μόνοι που θα μπορούσαν να δείξουν κάποιο ενδιαφέρον, ακόμη και να συμπονέσουν, παραμερίζοντας προσωρινά την αρχόμενη θερινή χαύνωση, θα ήταν αποκλειστικά οι θαμώνες του νοητού τριγώνου που ορίζεται από το υπεραιωνόβιο λογοτεχνικό Καφέ Χιχόν, τα βιβλιοπωλεία της Κάγιε ντε λος Λιμπρέρος και το Θίρκουλο ντε Μπέγιας Άρτες (ή τετραγώνου αν συμπεριληφθεί και η προστατευόμενη ζώνη του Μπάριο ντε λας Λέτρας).

Ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν υπήρξε μία από εκείνες τις -γνωστές στο λογοτεχνικό στερέωμα κάθε χώρας- περιπτώσεις αστέρων που εμφανίζονται, καταυγάζουν για λίγο και χάνονται ξαφνικά, συχνά δε τραγικά. Η προσφορά του υπήρξε τόσο αξιοσημείωτη, ώστε ακόμη και οι καυγάδες που είχε προκαλέσει είχαν κριθεί γόνιμοι. Δεκαπέντε χρόνια ανελλιπούς παρουσίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν λίγα, σε σύγκριση με άλλες περίλαμπρες σταδιοδρομίες στα Γράμματα, μεστά όμως σε σχέση με το έργο του. Και σ’ αυτό δεν συνυπολογίζονταν μόνο το αυστηρά λογοτεχνικό, αλλά και η ενεργός του ανάμειξη στον κινηματογράφο, ο ρόλος του στο διοικητικό συμβούλιο του φεστιβάλ Ρ. Μ. -του οποίου υπήρξε σκαπανέας-, χωρίς φυσικά να ξεχνούμε τον όγκο των κριτικών του στις εφημερίδες. Η αλήθεια είναι ότι αυτές οι τελευταίες του είχαν στοιχίσει μικρές αντιπαλότητες μέσα στον δημοσιογραφικό κόσμο, καθότι ο εκλιπών είχε κατά καιρούς δημοσιεύσει άπειρες σχετικά με το θέατρο, τον κινηματογράφο, την λογοτεχνία, αλλά και τις ταυρομαχίες. Το να παρεισφρέει ένας συγγραφέας -καταξιωμένος, σύμφωνοι- στις σελίδες κριτικής θεάτρου, κινηματογράφου και λογοτεχνίας, ήταν κάτι λίγο ως πολύ αναμενόμενο κι επιτρεπτό, είχε τέλος πάντων την σφραγίδα της νομιμότητας λόγω των πολλών περιπτώσεων που είχαν προηγηθεί. Το να υπογράφει όμως στήλες κριτικής ταυρομαχιών, ήταν πρωτάκουστο και σχεδόν αντιδεοντολογικό! Ποιος θα διάβαζε πλέον τις τεχνικές αναλύσεις και τις αφ’ υψηλού καταδίκες του Αντόνιο Ρουίθ Πεκένιο, ή το παρωχημένο επικολυρικό ύφος του Λουίς Γκαρθία Αμάρες, τη στιγμή όπου δίπλα ακριβώς μπορούσε να ευφρανθεί από την χυμώδη πένα του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν;

Έτσι, ο αυτόχειρας είχε κατά καιρούς απειλήσει να φάει το ψωμί πολλών επαγγελματιών γραφιάδων, και θα το κατάφερνε σίγουρα, αν, κάθε φορά που διαφαινόταν η επιτυχία ενός παρόμοιου εγχειρήματος, δεν εγκατέλειπε βαριεστημένος την προσπάθεια για να στραφεί αλλού, ή να χαθεί προσωρινά σε κάποιο από εκείνα τα μυστηριώδη ταξίδια, τα οποία συνέβαλαν εξαιρετικά στην καλλιέργεια του μύθου του. Τίποτα ωστόσο δεν πήγε χαμένο, και αυτή η περιστασιακή αρθρογραφία του προσέφερε τη φιλία μερικών διαπρεπών ταυρομάχων, που έβλεπαν το όνομά τους να εγκωμιάζεται όπως πίστευαν ότι δικαιούται. Αξέχαστη θα μείνει φυσικά στη μνήμη και του πλέον αδιάφορου η φωτογραφία του Ελ Γραναδίνο, καθισμένου στην πρώτη σειρά κάποιας βιβλιοπαρουσίασης του δημοφιλούς συγγραφέα· ήταν η κραυγαλέα απόδειξη του έμφυτου ταλέντου που διέκρινε τον αυτόχειρα -και- στις δημόσιες σχέσεις.

“Συγκίνηση και απορία για το τέλος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν”, διάβασε περιμένοντας στην Πλάθα Μαγιόρ, εκείνο το πρωϊνό του καλοκαιριού που μόλις ξεκινούσε. Για να μην δείχνει σαν αυτό που ήταν, ένας επισκέπτης αμήχανος, ίσως και λίγο φοβισμένος, γοητευμένος πάντως από την πολύχρωμη κίνηση, αγόρασε μία εφημερίδα και κάθισε στο διπλανό καφέ, αφού βεβαιώθηκε πως είχε πλήρη εποπτεία του δρόμου. Θα διάβαζε τις ειδήσεις προσπαθώντας να δείχνει απορροφημένος, ενώ θα έριχνε κλεφτές ματιές γύρω και θα προσπαθούσε να μαντέψει από ποια πλευρά θα ερχόταν ο ισπανός συνάδελφος, τι θα φορούσε, τι θα σκεφτόταν όταν θα τον έβλεπε, πώς θα τον χαιρετούσε... Έτσι θα συνέβαινε οπωσδήποτε, εάν το βλέμμα του δεν έπεφτε στην φωτογραφία του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, στο κάτω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας. Στην αρχή σκέφτηκε απλώς ότι κάπου τον ξέρει, όντας πολύ ταραγμένος για να επεξεργαστεί περισσότερο την πληροφορία. Διαβάζοντας όμως τον τίτλο “Συγκίνηση και απορία για το τέλος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν” ξέχασε ακαριαία την προσωπική του συναισθηματική τρικυμία, σε σημείο μάλιστα να ευχαριστήσει βιαστικά, μέσα από τα δόντια τον σερβιτόρο που μόλις του είχε αφήσει τον καφέ στο τραπέζι- κάτι που τον έκανε να δείχνει πολύ απασχολημένος και συμβατός με το περιβάλλον. Άλλωστε κάποτε, υπήρξε στ’ αλήθεια κι αυτός μέτοικος Μαδρίτης. Έγραφε μάλιστα, εξ ονόματος όλων των ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου ομοίων του, Το βιβλίο των μετοίκων.

Βιογραφικά, σχόλια διάσημων συναδέλφων, πολιτικών και καλλιτεχνών, ένας χρονολογικός κατάλογος των βιβλίων του και μία παράθεση των τιμητικών του διακρίσεων -ό,τι δηλαδή θα περίμενε να βρει κανείς σ’ ένα γρήγορα γραμμένο λόγω των περιστάσεων άρθρο-, συνόδευαν την τραγική είδηση. Σίγουρα ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν δεν υπήρξε από εκείνα τα δημόσια πρόσωπα για τα οποία υπήρχαν έτοιμες νεκρολογίες στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές των εφημερίδων, ώστε το μόνο που έλειπε ήταν να συμπληρωθεί η φράση: “Σήμερα (ημερομηνία), ώρα (τάδε), στην οικία του (στο νοσοκομείο χ, στην πόλη ψ του εξωτερικού)...”.

Και χωρίς να έχει την παραμικρή πρόθεση, -ακριβώς το αντίθετο μάλιστα-, θυμήθηκε τότε που στην Ελλάδα κυκλοφορούσε ακόμη το έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό Γράφοντας, και το περίφημο διήγημα Η βεντάλια.

Η βεντάλια λοιπόν του ομώνυμου διηγήματος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν ήταν μία από εκείνες που κάποτε εύρισκε κανείς άφθονες στα καταστήματα τουριστικών ειδών. Με ζωγραφισμένη επάνω μία χορεύτρια φλαμέγκο, κάθε τουρίστρια μπορούσε να προσθέσει το όνομά της (το αντίστοιχο σουβενίρ για τους άντρες ήταν φυσικά η αφίσα της ταυρομαχίας, με το δικό τους όνομα στη θέση του τορέρο). Μία τουρίστρια λοιπόν, που αγοράζει αυτό το κοινότοπο και κάπως κακόγουστο σουβενίρ, -βάζοντας φυσικά να γράψουν επάνω το όνομά της σαν χορεύτριας του φλαμέγκο- είναι η ηρωίδα του διηγήματος του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν. Λίγο αργότερα όμως, επιδεικνύοντάς την όλο χαμόγελα στον ισπανό φίλο της, εισπράττει μία δυσάρεστη έκπληξη, όταν τον ακούει να την κατηγορεί για το φριχτό της αισθητήριο, την ελλιπή της μόρφωση, περιφρόνηση προς τον τόπο που επισκέπτεται, άρνηση να δει την αληθινή του όψη πέρα από εκείνην που της προσφέρουν οι συμβάσεις και τα στερεότυπα, χρεώνοντάς της μέχρι και μία αφ’ υψηλού αντιμετώπιση!

Επιστρέφοντας στην χώρα της, διηγείται την ιστορία στον -επίσης ισπανό- ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του συνοικιακού φωτογραφείου όπου δίνει τα φιλμ των διακοπών της για εκτύπωση, με σκοπό να τον διασκεδάσει. Η δική του αντίδραση όμως είναι τελείως διαφορετική· της αποκαλύπτει ότι είναι πρόσφυγας του εμφυλίου που έχει ήδη μια ζωή, παιδιά και εγγόνια, ώστε να μην μπορεί να επιστρέψει πλέον μετά την πτώση της δικτατορίας. Πήγε βέβαια μία δύο φορές για τις διακοπές του, όμως οι αλλαγές που βρήκε τον τρόμαξαν τόσο, ώστε σχεδόν να νιώθει ξένος. Η βεντάλια όμως του θυμίζει τη μητέρα του και του προκαλεί ένα ξέσπασμα συγκίνησης. Έτσι, όταν μετά από δύο ημέρες η ηρωίδα του διηγήματος έρχεται για να πάρει τις φωτογραφίες των διακοπών της, του την χαρίζει. Αυτό ήταν το διήγημα. Ανήκε στην λεγόμενη “συναισθηματική”, ή “νεανική” περίοδο του συγγραφέα.

Ή τουλάχιστον, έτσι το είχε παρουσιάσει τότε στην συντακτική επιτροπή του Γράφοντας, όταν ζήτησε να δημοσιεύσει την δική του μετάφραση...

«Ήταν μία από εκείνες τις βεντάλιες που κατά δεκάδες κρέμονται στα καταστήματα τουριστικών ειδών σχεδόν σε ολόκληρη την Ισπανία. Ένα μνημείο κακογουστιάς, στο οποίο έχουν υποκύψει ακόμη και οι πιο ραφινάτοι περιηγητές. Οι κυρίες της Ανδαλουσίας, που με τόση φυσικότητα χρησιμοποιούν αυτό το παραφερνάλιο, θα την κοιτούσαν με βδελυγμία και οι κόρες της Καστίλλης θα προτιμούσαν να πολιτογραφηθούν εσκιμώες παρά να την κρατήσουν. Φτιαγμένη από ευτελές υλικό, αναπαριστά μία χορεύτρια φλαμένγκο, ενώ κάτω ακριβώς, στον κενό χώρο, η κάθε τουρίστρια που το επιθυμεί μπορεί να ζητήσει να γράψουν το όνομά της. Έτσι, κάθε αφράτη μεσήλιξ βαλκυρία, κάθε ευφάνταστη μεσογειακή, κάθε ανίδεη γιαπωνέζα μπορεί να ονειρευτεί τον εαυτό της ως ένα είδος κακοφορμισμένης Κάρμεν... Η νεαρή τουρίστρια όμως, δεν ήταν τίποτε απ’ όλα αυτά. Μόνο μία ρομαντική ερωτευμένη με την ιδέα της χώρας...».

Η μίμηση είναι η ειλικρινέστερη μορφή κολακείας κι αυτός θαύμαζε τόσο πολύ τον Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν ώστε τόλμησε να περάσει με την «υπογραφή» του ένα κατασκεύασμα που είχε πλάσει ο ίδιος à la manière de (αν υποθέσουμε βέβαια ότι μπορούσε κάποιος να μιμηθεί ικανοποιητικά το ύφος του συγγραφέα). Σκέφτηκε ότι στην Ελλάδα λίγοι θα το καταλάβαιναν -σχεδόν κανείς. Κι έπειτα, αν το δημοσίευε σε κάποιο υπερφιλόδοξο λογοτεχνικό περιοδικό, από εκείνα που έχουν συγκεκριμένο κύκλο ζωής... (Απέρριπτε την ιδέα να το δώσει στο καταπιεσμένων πολιτιστικών αναζητήσεων έντυπο των αποφοίτων της Νομικής). Θα μπορούσε ακόμη, σε μια πιο προχωρημένη εκδοχή, να το παρουσιάσει σαν εύρημα προσωπικής του έρευνας, ως ένα ανέκδοτο διήγημα, ας πούμε. Ο ενθουσιασμός του όμως γρήγορα κατέπιπτε όταν σκεφτόταν πως θα τον ανακάλυπταν αμέσως, και θα ήταν τόσο εξευτελιστικό ώστε όχι μόνον θα ανακαλούσαν την υποτροφία του, αλλά θ΄ ακολουθούσε μία σειρά αλυσιδωτών πανωλεθριών, ώστε στο τέλος θα ήταν αναγκασμένος ν’ αλλάξει όνομα, τόπο διαμονής, επάγγελμα, ίσως και πλανήτη. Και η μαδριλένια του θα τον εγκατέλειπε... Ή θα γελούσε. Η σχέση τους τότε ήταν όπως περιέγραφε ο συγγραφέας στον Μαγνήτη.

«Θα πιουν και θα χορέψουν στο δρόμο. Το καλοκαίρι ειδικά, αυτή η ενέργεια δεν ξέρει πώς να διοχετευτεί και το κάλεσμα του δρόμου είναι η μόνη λύση. Θα βγουν, θα περιπλανηθούν χωρίς συγκεκριμένο δρομολόγιο. Μουσικές και κόσμος θα τους καλούν από παντού. Υπαίθριες ορχήστρες θα παίζουν και ζευγάρια που στάθηκαν για λίγο θα χορεύουν. Μπουκάλια κρασί και μπύρα φερμένα από το σπίτι θα ανοίγουν, οι συζητήσεις θα ανάβουν, κι εκεί που νομίζεις ότι θα επέλθει σύρραξη, θα ξεσπούν και πάλι σε γέλια. Είναι η γιορτή του δρόμου, πιο γνήσια και μακρόβια όλων. Και η Μαδρίτη είναι μία τρελή ενέργεια που ανακυκλώνεται.»

Έτσι λοιπόν, στην Ελλάδα, πρώτο το έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό Γράφοντας είχε παρουσιάσει «έργο» του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, με τον πολύ ιβηρικό τίτλο Η βεντάλια. Το ζωηρό εκδοτικό ενδιαφέρον που προκλήθηκε, στη συνέχεια μπόρεσε να καταστεί πιο έμπρακτο εν μέρει χάρη στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κονδύλια του Υπουργείου Παιδείας Πολιτισμού και Αθλημάτων. Είναι θαύμα το πώς κανείς ποτέ δεν τον ανακάλυψε. Μόνον ο ίδιος το είχε αποκαλύψει στη μαδριλένια του, μια μέρα στο Καφέ Χιχόν, αλλά εκείνη γέλασε με την ψυχή της. Όσο για τον Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, τότε είχε τα δικά του αισθηματικά προβλήματα.

Την εποχή εκείνη, χωρίς να εγκαταλείπει εντελώς το καθαρά πεζογραφικό του έργο, αφιερώνεται κυρίως, -λόγω της σχέσης που όλοι ξέρουν, με τη γνωστή ηθοποιό-, στην συγγραφή σεναρίων. Ένα μάλιστα, ευτύχησε να γυριστεί σε ταινία από τον Μανουέλ Λομπάτο Σάντσεθ, και κατάφερε να διαγράψει μία αξιόλογη πορεία στις κινηματογραφικές αίθουσες συγκεντρώνοντας ικανά πλήθη θεατών -μολονότι όχι πάντα για αμιγώς καλλιτεχνικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, στην ετήσια απονομή των Βραβείων Γκόγια, δεν κατόρθωσε ν’ αποσπάσει παρά μόνον εκείνο για την καλύτερη μουσική επένδυση, κάτι που ο συγγραφέας δέχτηκε σαν προσωπική προσβολή. Αυτό όμως δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο για τον εν λόγω θεσμό, εφόσον κάθε χρόνο δημιουργούνταν τουλάχιστον ένα μικρό σκάνδαλο με αδικίες σε βάρος υποψηφίων, οπότε κανείς δεν έδωσε υπερβολική σημασία. Εξαίρεση ίσως ορισμένα από τα σκανδαλοθηρικά έντυπα που αφθονούν στη χώρα, όταν δημοσίευσαν φωτογραφίες του συγγραφέα, -υπέρκομψου με “σκούρο ένδυμα”- στο πλευρό της ηθοποιού, να βγαίνει σκυθρωπός από την αίθουσα. Ούτε αυτά όμως έδωσαν έκταση, αφού ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν δεν κέντριζε ιδιαίτερα το κοινό τους. Δεν είναι σίγουρο ωστόσο ότι η καλλιτεχνική αποτυχία επέφερε τη ρήξη. Τελευταία φορά θεώνται μαζί δημοσίως το επόμενο καλοκαίρι, σε κάποιο από εκείνα τα νησιά που θεωρούνται εθνικό τουριστικό προϊόν πολυτελείας. Ο φακός τους έχει συλλάβει σε ένα κοσμικό μπαρ, όπου, παραδόξως εκείνος φαίνεται να νιώθει πιο άνετα απ’ ό,τι εκείνη, χωρίς όμως κανένας από τους δύο να δείχνει ότι περνά ευχάριστα.

Ακολουθεί σιωπή λίγων μηνών, αναπάντεχη για μία φύση τόσο πληθωρική όσο εκείνη του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν· οι κακόβουλοι αρέσκονται στο να υποστηρίζουν ότι έχασε την έμπνευσή του χάνοντας τη μούσα του. Καλύτερη υπηρεσία δε θα μπορούσαν να του προσφέρουν, διότι τίποτα δεν τον κινητοποιούσε τόσο, όσο η αντιπαλότητα και η αντιπαράθεση. Έτσι λοιπόν, επιστρέφει -θορυβωδώς όπως πάντα.

“Είμαι υπερβολικά υπερήφανος για να επικαλεστώ οποιαδήποτε μούσα. Ό,τι κάνω κι ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα, το χρωστώ αποκλειστικά στον εαυτό μου. Σε κανέναν άλλον”, δηλώνει σε συνέντευξή του στο σαββατιάτικο πολιτιστικό ένθετο μεγάλης εφημερίδας. Έτσι, ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν έθεσε οριστικά τέλος στις φήμες που τον ήθελαν συγγραφικά εξαρτημένο από το πρόσωπο της ωραίας ηθοποιού -αν και, φυσικά, δεν ξανάγραψε σενάρια. Σύντομα όμως κυκλοφόρησε τόμος με άρθρα του υπό τον παιγνιώδη τίτλο Περίεργη ματιά και το μυθιστόρημα Με πανσέληνο στο Λαβαπιές όπου, χωρίς να εξελίσσεται υφολογικά ιδιαίτερα, βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα.

“Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν: Ένα παιδί καλών προθέσεων” τιτλοφορούνταν το άρθρο με το οποίο τον νεκρολογούσε ο Χόρχε Ερνάντεθ Μαρτίνεθ σ’ ένα κείμενο, αρκετά δίκαιο ίσως, αλλά κάπως σκληρό σε σχέση με την εγγύτητα του γεγονότος. Μετά από λίγα χρόνια, όταν θα μπορούσε πια να γίνει μία νηφάλια αποτίμηση του έργου του, τότε, -ακόμη και με την εξιδανίκευση της χρονικής απόστασης-, θα μπορούσε να γραφεί κάτι παρόμοιο, όχι όμως τώρα, πριν κι από την κηδεία ακόμη. Σύμφωνα με τον συντάκτη του άρθρου λοιπόν, ο συγγραφέας δεν ήταν τόσο το “κακό παιδί των Γραμμάτων”, όσο ένα παιδί που βαριόταν εύκολα και, ενώ είχε πάντα τις καλύτερες προθέσεις, κάπου στη μέση έχανε την ενεργητικότητα και το ενδιαφέρον του. Έτσι, αποσύρθηκε διαδοχικά από διοικητικά συμβούλια φεστιβάλ, ενώσεις, επιτροπές, αφού προηγουμένως είχε μεταδώσει τον ενθουσιασμό του σε όσους έπρεπε. Κι αυτό δεν ήταν λίγο.

Όπως ήταν αναμενόμενο, σφοδρότεροι επικριτές του υπήρξαν οι γηραιότεροι συνάδελφοι, εκείνοι που δεν είχε διστάσει ν΄ αποκαλέσει “παππούδες”. Του επιτέθηκαν με την αυθεντία των ηρώων που πέρασαν πολλά και το φωτοστέφανο της αντιστασιακής τους δράσης -αληθινής ή φανταστικής.

Ήταν η εποχή όπου όλοι αναψηλαφούσαν το σκοτεινό τους παρελθόν, από τον εμφύλιο και τη δικτατορία μέχρι τη Μετάβαση-Τρανσιθιόν. Μεγάλη προοδευτική εφημερίδα δημοσίευε μαρτυρίες αναγνωστών ή απογόνων τους, ενώ σε κάλεσμά της για αποστολή ιδιωτικού φωτογραφικού υλικού, η ανταπόκριση υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε οδήγησε στην παρουσίαση μίας έκθεσης σε κεντρική γκαλερί της πρωτεύουσας, και στην έκδοση ογκωδών λευκωμάτων. Την ίδια εποχή η τηλεοπτική σειρά που νικούσε σε αριθμούς τα τηλεπαιχνίδια, αναφερόταν στην ιστορία μιας οικογένειας τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Αντίστοιχα, το μπεστ σέλλερ της χρονιάς πραγματεύονταν μία δημοσιογραφική έρευνα γεγονότων που έλαβαν χώρα τότε. Εκείνοι, λοιπόν, οι γηραιοί λογοτέχνες, είχαν να υπερασπιστούν ιερούς σκοπούς, η γενιά του Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν, τι είχε παρά αυταρέσκεια, ναρκισσισμό και ομφαλοσκόπηση; Και ποιον θα ενδιέφερε το έργο της ύστερα από πενήντα χρόνια;

“Πρόκειται περί ενός τυπικού κατασκευάσματος της εποχής μας. Ένας νέος που βασίζει την ανοδική του πορεία σε μια σειρά από succès de scandale, επιτυχίες λόγω σκανδάλων” τον κατακεραύνωνε ένας από τους “πατριάρχες” του παλαιού λογοτεχνικού καθεστώτος. Η απάντηση του “τυπικού κατασκευάσματος της εποχής μας”, υπήρξε αμείλικτη: “Μόνον ένα πράγμα είναι χειρότερο από το succès de scandale, -την επιτυχία λόγω σκανδάλου-, κι αυτό είναι το succès de convenance -η επιτυχία λόγω σύμβασης. Ανάμεσα στα δύο περιττό να σας πω ποιο προτιμώ”.

Για πρώτη φορά όμως, δήλωνε ένα διπλωματικό “η κάθε εποχή έχει την τέχνη που της αρμόζει”, ενώ λίγο αργότερα προχώρησε στο απολογητικό “τρέφω βαθύτατο σεβασμό για τη γενιά αυτή, μία από τις λιγότερο ευνοημένες της ιστορίας μας. Άλλωστε και η δική μου οικογένεια, όπως σχεδόν όλες, είχε τις δικές της απώλειες”. Οι θαυμαστές του δοκίμασαν μία απρόσμενα δυσάρεστη έκπληξη, ενώ οι εχθροί του αμηχανία. Ή το πρώην τρομερό παιδί των Γραμμάτων, μεγαλώνοντας με περίεργους ρυθμούς, είχε ήδη φτάσει στην ηλικία της κατανόησης και της τρυφερότητας, ή ο αιφνιδιασμός παρέμενε πάντα ένα από τα ισχυρότερα όπλα του.

Αν ένας συγγραφέας γράφει σ’ όλη του τη ζωή το ίδιο βιβλίο, όπως συνηθίζεται να λένε, τότε ποιο βιβλίο έγραφε συνέχεια ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν; αναρωτιόταν Χόρχε Ερνάντεθ Μαρτίνεθ. “Νομίζουμε ότι αγαπούμε συγγραφείς, ενώ κατά βάθος αγαπούμε βιβλία. Ή μάλλον, νομίζουμε ότι αγαπούμε έναν συγγραφέα, επειδή κάποτε αγαπήσαμε ένα βιβλίο του, κι απαιτούμε από αυτόν να μας προσφέρει στη συνέχεια, εκείνη την πρώτη αναγνωστική συγκίνηση πάντα, ξεχνώντας, ή προτιμώντας ν’ αγνοούμε ότι είναι κι αυτός ένας άνθρωπος κι έχει το δικαίωμα να εξελιχτεί ανεξάρτητα από τις δικές μας προσδοκίες. Φοβούμαι ότι εξαιτίας αυτής της πολύ συνηθισμένης παρεξήγησης, πολλοί έχουν εξαπατήσει άθελα τους πολύ κόσμο.”

Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι.

«Πλην του αυτόχειρος ίσως», σκέφτηκε, διπλώνοντας την εφημερίδα.

Φυσικά, στο τέλος της ημέρας, αναρωτήθηκε και ο ίδιος γιατί άραγε ν’ αυτοκτόνησε ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν. Είχε ήδη ακούσει διάφορες εκδοχές: χρέη λόγω της αποτυχίας του “εναλλακτικού” εκδοτικού οίκου που ίδρυσε -στον οποίον όμως, δυστυχώς ελάχιστοι από τους φίλους και λογοτεχνικούς του συνοδοιπόρους προσχώρησαν... Κάποια νέα αισθηματική καταστροφή... (Αυτό το απέκλειε εκ των προτέρων. Η πληθωρική, επιδειξιομανής του φύση δεν είχε τίποτε από Τσέζαρε Παβέζε)... Έλλειψη έμπνευσης... Ανίατο πρόβλημα υγείας... Σκέφτηκε να πεταχτεί για λίγο μέχρι το Καφέ Χιχόν∙ εκεί σίγουρα θα άκουγε κάτι εγκυρότερο, ή, αν μη τι άλλο, όλα τα σχετικά κουτσομπολιά. Αποφάσισε όμως ότι είναι πολύ κουρασμένος, και... σιγά το Καφέ Χιχόν. Ζει μόνον από τους τουρίστες που τους παραμυθιάζουν ακόμα, εδώ έπινε ο Χέμινγουέϊ, εδώ καθόταν η Άβα Γκάρντνερ, λένε πως ακόμη και η Γκρέτα Γκάρμπο πέρασε από δω, αλλά φυσικά με τα μαύρα γυαλιά της κανείς δεν ήταν σίγουρος, τότε ξέρετε το κόστος ήταν ελάχιστο, πολλές ταινίες γίνονταν στα μέρη μας, οι «Πενήντα μέρες στο Πεκίνο» στην πραγματικότητα γυρίστηκαν λίγο πιο έξω από την Μαδρίτη, κάτω στην έρημο της Αλμερία έκαναν τα δήθεν γουέστερν, κι εδώ μέσα σύχναζαν ο Λόρκα –θα τον έχετε ακουστά βέβαια-, ο Ματσάδο «διαβάτη δεν υπάρχει μονοπάτι, το μονοπάτι το φτιάχνεις περπατώντας»... Κι εκείνη η μικρή αθώα του μαδριλένια που νόμισε κάποτε ότι θα μπορούσε να τον εντυπωσιάσει: «Ά, ώστε γράφεις; Τότε να σε πάω στο Καφέ Χιχόν!». Πού να ήξερε η κακόμοιρη ότι εντυπωσιάζεται μόνον όποιος είναι διατεθειμένος κι έτοιμος να εντυπωσιαστεί.

Οι μόνοι αυθεντικοί θαμώνες πλέον είναι κάτι παλιές δόξες που τους θυμούνται μόνον στα βραβεία των ετοιμοθάνατων, και μαζεύονται κάθε απόγευμα για την «τερτούλια» (1) και για να σιγουρευτούν πως ακόμη μια μέρα είναι ευτυχώς όλοι τους εκεί. Οι σημερινοί έχουν άλλα στέκια, ή πιο άνετα, φτιάχνουν την ιστοσελίδα τους στο Διαδίκτυο, y ya está. (2)

Ο μέτοικος Μποκερίνι, συνηθισμένος στον μεσογειακό ήλιο, τρέμοντας από κρύο στο φριχτό οροπέδιο, απορεί γιατί μένει ακόμα. Επειδή είναι γέρος ίσως και δεν μπορεί ν’ αντέξει τις ταλαιπωρίες ενός ταξιδιού επιστροφής, ή διότι η μουσική του δεν ενδιαφέρει πια κανέναν. Ή ίσως επειδή τόσα χρόνια στο φριχτό οροπέδιο, η μουσική του έγινε κι αυτή μέτοικος, προσεταιρίστηκε τα χαρακτηριστικά της ντόπιας, κι έτσι, μακριά από εκεί θα είναι μία εκπατρισμένη. Ή, αυτό που φοβάται περισσότερο, επειδή έχοντας ζήσει τόσα χρόνια στο φριχτό οροπέδιο, του ανήκει πλέον. Έμαθε να υποφέρει από το παρατεταμένο ψύχος του χειμώνα και τους παρατεταμένους καύσωνες του καλοκαιριού και ν’ αποδέχεται πως αυτή είναι η σειρά και η τάξη των πραγμάτων. Υποτάχτηκε στην ιδέα ότι οι αυτόχθονες δεν θα εκτιμήσουν ποτέ την λεπτότητα και την εκζήτηση του ύφους που έφερνε, και αφέθηκε να γοητευτεί από την δική τους τραχύτητα· στο κάτω κάτω, το μόνο απαράλλαχτο παρέμενε το βροντερό γέλιο και η φλυαρία τους σε ψύχος και σε καύσωνα. Κι έτσι, ο μέτοικος Μποκερίνι, αφού έζησε εκεί τα ώριμα δημιουργικά του χρόνια, αποφάσισε κι εκεί να πεθάνει. Κάποιο βράδυ, ίσως να’ μπαινε κι εκείνος στο Καφέ Χιχόν, ακούγοντας δικές του αρμονίες μέσα από τον θόρυβο των θαμώνων, ενώ λίγα μέτρα πιο πάνω, στην ιρλανδέζικη παμπ, δύο παιδιά εξαντλημένα από την κούραση και τις ταπεινώσεις της δουλειάς, θα έπιναν μπύρες καθώς θα ονειρεύονταν ταξίδια ή κάτι τουλάχιστον που θα μπορούσε να τα γλυτώσει.

Τελικά, ο λόγος της αυτοκτονίας δεν είχε σημασία -αν και μάντευε ότι σε μερικά χρόνια, πολλοί βιογράφοι θα βασανίζονταν από το ζήτημα. «Θα προστεθεί κι αυτό στα ερωτήματα της τέχνης που δεν τίθενται για ν΄απαντηθούν, αλλά για να προκαλούν συνεχώς ερμηνείες», σκέφτηκε ειρωνικά.

Την επόμενη μέρα, στη διασταύρωση του Πασέο ντελ Πράδο με την πλατεία Ποσειδώνα, οι πάγκοι των μικροπωλητών είχαν πάντα τις ίδιες καρτ ποστάλ, τις κακόγουστες βεντάλιες -όπου οι τουρίστριες μπορούσαν να γράψουν τ’ όνομά τους σα χορεύτριες φλαμέγκο, όμοια όπως στο ψευδεπίγραφο διήγημα-, τις αφίσες ταυρομαχίας, και τις μαντίλες από συνθετικό μετάξι -με σταμπωμένα τα διασημότερα έργα του μουσείου-, να στέκονται σα μεσίστιες σημαίες από την άπνοια του καύσωνα. Σκέφτηκε ν’ αγοράσει μία βεντάλια ως ύστατο φόρο τιμής στον νεκρό συγγραφέα και το παλιό νεανικό αμάρτημα που διέπραξε εις βάρος του. «Το αίμα των βιβλίων εκδικείται», έλεγε ο εκλιπών σ’ έναν από τους περίφημους αφορισμούς του, φράση που τον είχε στοιχειώσει όταν περίμενε την δημοσίευση στο Γράφοντας. Να όμως που δεν έγινε τίποτα. Ακόμη και ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν μπορούσε να σφάλλει. Ευτυχώς που δεν ζούσε πια, διότι η μεγαλομανία του δε θ’ άντεχε τέτοιο χτύπημα.

Σκέφτηκε, ότι, αφού μπόρεσε να ξεγελάσει τους πάντες, μέχρι του σημείου να καπηλευτεί τη μνήμη ενός ανυπεράσπιστου αυτόχειρα, δε θα μπορούσε να πάει πιο μακριά κι αποφάσισε να «συγχαρεί» εαυτόν μ’ ένα εξαιρετικό πρόγευμα στο Οτέλ Παλάς, αφού η λογοτεχνία -όπως αποδείχτηκε-, είναι επισφαλής επιλογή και Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν δε γεννιούνται κάθε μέρα.

Δύο από τις μεγαλύτερες εφημερίδες του συντηρητικού χώρου αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν το γριφώδες σημείωμα αυτοκτονίας, κάτι που τόλμησε ωστόσο να πράξει μία τρίτη προοδευτικότερη, κρίνοντάς το με λογοτεχνικούς όρους και θεωρώντας το ως “το τελευταίο έργο του συγγραφέα” -πράγμα που παραλίγο να οδηγήσει τους κριτικούς σε μία αδιέξοδη συζήτηση για το αν ο Άνχελ Γκουτιέρεθ Μαρτίν επρόκειτο να στραφεί σ’ ένα νέο ερμητικό ύφος. Ήταν ζήτημα όμως αν το όλο θέμα μπορούσε να συντηρηθεί μία-δύο μέρες ακόμη.

Το καλοκαίρι ξεκινούσε, και σε λίγο η πόλη θα ήταν αφόρητη σαν αναμένος φούρνος.

1. Συζήτηση πάνω σε καλλιτεχνικά ή επίκαιρα ζητήματα

2. Κι αυτό είναι όλο