Ευρετήριο Άρθρου

Είναι αδύνατο να το αποφύγεις, όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα. Σε κομψά πωλητήρια μουσείων ή γκαλερί –που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις συνοικίες της πόλης-, στα –σπάνια, αναλογικά- βιβλιοπωλεία, και φυσικά, στα καταστήματα τουριστικών ειδών, το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» της Γεωργίας Σάνδη εκτίθεται στην τετραπλή εκδοχή του: στο πρωτότυπο γαλλικό, και σε ισπανική, αγγλική και γερμανική μετάφραση. Δηλαδή, εάν εξαιρεθεί η ντόπια καταλανική, (η οποία δεν επιβάλλεται τόσο δυναμικά όσο στην ηπειρωτική χώρα, λόγω του τουρισμού και κυρίως των γερμανών και άγγλων μετοίκων), στις μείζονες γλώσσες που ακούγονται στο νησί (το πρωτότυπο προστίθεται μάλλον τιμητικά).

Διαφημίζεται δε ως το χρονικό του αισθηματικού ταξιδιού της συγγραφέως με τον τότε σύντροφό της Φρεντερίκ Σοπέν στην «Νήσο των Μακάρων» και υπό αυτήν την ιδιότητα αγοράζεται από τους πιο φιλότεχνους επισκέπτες. Όμως δυστυχώς, η ανάγνωση μαλλον διαψεύδει τις λογοτεχνικές τους προσδοκίες. Το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» αποδεικνύεται συμπίλημμα από σκόρπιες ταξιδιωτικές εντυπώσεις, αποικιοκρατικό σχεδόν μεγαλοϊδεατισμό, εκλάμψεις χιούμορ, εκτενείς παραθέσεις προηγούμενων ταξιδευτών στο νησί, γεωγραφικές, λαογραφικές, πολιτισμικές και οικονομικές πληροφορίες (όχι όλες αντικειμενικές), ανεκδοτολογικές διηγήσεις, πεποιθήσεις της συγγραφέως σχετικά με την τέχνη για τον άνθρωπο και όχι για την ίδια την τέχνη (μέσω ενός εμβόλιμου διαλόγου μεταξύ ενός καλλιτέχνη και ενός καλόγερου-θύματος της Ιεράς Εξέτασης στα ερείπεια μοναστηριού) και κάποιες παρατηρήσεις που θα μπορούσαν να σταθούν μέχρι σήμερα για την εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από... τον Τύπο!

«Μπορούμε να ισχυριστούμε σοβαρά ότι η δημοσιογραφία, αυτή η πρώτη και η εσχάτη των πραγμάτων, -όπως θα είχε πει και ο Αίσωπος-, δημιούργησε στους ανθρώπους μία νέα ζωή, γεμάτη προόδους, πλεονεκτήματα και έγνοιες. Αυτή η φωνή της ανθρωπότητας που καταφθάνει στο ξύπνημά μας κάθε πρωί, για να μας διηγηθεί πώς έζησε η ανθρωπότητα την προηγούμενη ημέρα, διακηρύσσοντας άλλοτε μεγάλες αλήθειες και άλλοτε φοβερά ψέματα, πάντα όμως σημαδεύοντας κάθε βήμα του ανθρώπου και ηχώντας σε κάθε ώρα του δημόσιου βίου, δεν είναι κάτι πολύ σημαντικό, σε πείσμα όλων των κηλίδων και της αθλιότητας που εμπεριέχει;

Όμως, ενώ είναι απαραίτητη στο σύνολο της σκέψης και της δράσης μας, δεν είναι εξίσου φριχτό και απωθητικό το να βλέπεις με λεπτομέρειες, όταν η μάχη δίνεται παντού και κυλούν εβδομάδες, μήνες μέσα στις ύβρεις και τις απειλές, να μην έχει διασαφηνιστεί ούτε μία υπόθεση, να μην έχει σημειωθεί κάποια αισθητή πρόοδος; Και μέσα σ’ αυτήν την αναμονή που φαίνεται ακόμη πιο αργή καθώς μας δείχνουν διεξοδικά κάθε φάση, δεν έρχεται συχνά η επιθυμία σ’ εμάς τους καλλιτέχνες που δεν έχουμε κανέναν λόγο στη διακυβέρνηση, ν’ αποκοιμηθούμε στα πλευρά του πλοίου και να μην ξυπνήσουμε παρά ύστερα από μερικά χρόνια, για να χαιρετήσουμε τότε την καινούρια γη όπου θα έχουμε φτάσει;(1)

(Πολύ σωστά. Γι’ αυτό στο σπίτι δεν είχαν τηλεόραση, και δεν ήθελαν να ξέρουν τι συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο –ο ένας, που λόγω δουλειάς ήταν υποχρεωμένος να μαθαίνει, είχε αναπτύξει μία θαυμαστή ευκολία να το ξεχνά φεύγοντας από τον τηλεοπτικό σταθμό.)

Το θέμα όμως είναι ότι όποιος αποζητά λίγο ρομαντισμό στις σελίδες της Σάνδη, θα πρέπει μάλλον να ανατρέξει αλλού. Μόνον στα τελευταία κεφάλαια εξιστορεί -πολύ διακριτικά- τις αντιξοότητες που χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσει λόγω της ασθένειας του Σοπέν (τον οποίον αποκαλεί απλώς «ένα άτομο από την συντροφιά μας», ή «ο άρρωστός μας»). Περιορίζεται στο να διηγηθεί τις κωμικές περιπέτειες του εκτελωνισμού ενός πιάνου Πλεγιέλ στην αρχή της διαμονής τους, και τις εξοντωτικές του «επαναπατρισμού» του, στο τέλος του ταξιδιού. Κάπου, γίνεται πιο δραματική εξιστορώντας τον αγώνα της να εξασφαλίσει για τον «άρρωστό τους» λίγη αξιοπρεπή δυναμωτική τροφή, όταν οι κάτοικοι από φόβο μπροστά στην ασθένειά του και από εκδικητικότητα επειδή οι ξένοι δεν προσέρχονται στις κυριακάτικες λειτουργίες, δεν τους πωλούν τα προϊόντα τους, ή το κάνουν σε ιλιγγιώδεις τιμές. Εάν ήθελε, θα μπορούσε να είχε γράψει μία σπαρακτικότατη ιστορία αγάπης μόνο με αυτά τα στοιχεία, όμως επέλεξε να μην το πράξει. Ό,τι ξέρουμε για το χρονικό της αγάπης τους που φθίνει από το βάρος των εξωτερικών δυσχερειών και των ασύμβατων χαρακτήρων τους, το μάθαμε από αφηγήσεις –ή εικασίες- άλλων. Ακόμη και στο εξώφυλλο του βιβλίου, οι μορφές τους εμφανίζονται απομακρυσμένες, φυσικά ωραιοποιημένες μέσα από γκραβούρες εποχής -διότι αργότερα, με την εφεύρεση της φωτογραφίας, αποκαλύπτεται μία ελάχιστα κολακευτική πραγματικότητα.

Ίσως να εντυπωσίαζε ο ένας τον άλλον επειδή ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όμως αυτό δεν έφτανε για να ερωτευτούν, πολύ περισσότερο για ν’ αντέξουν στις δυσκολίες –διότι, φυσικά, λίγο μετά την επιστροφή τους στη Γαλλία, χωρίζουν. Πιθανόν ο «μεγάλος έρωτας» εκείνου –εφόσον βρισκόμαστε στην «καρδιά» του ρομαντικού κινήματος-, να ήταν κάποια συμπατριώτισσα, μία από τις προηγούμενες μούσες του, ή κάποια άλλη που δεν θα γίνει ποτέ γνωστή, και το ίδιο ίσως να ισχύει για την Σάνδη, με τον Αλφρέντ ντε Μυσέ ή κάποιον άλλον∙ όμως, ελέω τουριστικού κατεστημένου, είναι καταδικασμένοι να εμφανίζονται για πάντα μαζί: οι άτυχοι εραστές της Μαγιόρκα.

Έτσι, εάν κάποιος δεν γνωρίζει ποιοι υπήρξαν η Γεωργία Σάνδη –ή μάλλον, η Ωρόρ Ντυπέν, όπως ήταν το αληθινό της όνομα- και ο Φρεντερίκ Σοπέν, πιθανόν να συμπεράνει ότι το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» είναι απίστευτα ανιαρό βιβλίο –όπου δεν γίνεται εκνευριστικό λόγω της υπεροπτικής ματιάς της συγγραφέως, η οποία θεωρεί ότι προέρχεται από έναν ανώτερο πολιτισμό. Οι ντόπιοι πάντως δεν το συμπαθούν καθόλου και ο μόνος λόγος που το ανέχονται στις προθήκες των καταστημάτων του νησιού τους, είναι η εμπορική του απήχηση στα πλήθη των επισκεπτών. Πάλι καλά, διότι την εποχή της πρώτης του έκδοσης, είχαν χρηματοδοτήσει κατόπιν εράνου μία «αποστομωτική απάντηση» στην «ανήθικη συγγραφέα» που τους διέσυρε τόσο. Και να σκεφτεί κανείς ότι η «ανήθικη συγγραφέας», διαζευγμένη, μητέρα δύο τέκνων και συνοδευόμενη από έναν κύριο που δεν ήταν συγγενής της, δεν κατέπλευσε με τα περίφημα αντρικά της κοστούμια που σκανδάλιζαν το Παρίσι –επιτρέπει βέβαια στο οκτάχρονο κοριτσάκι της να ντύνεται ανάλογα για περισσότερη άνεση, γεγονός που αναπόφευκτα προκαλεί τα δυσμενή σχόλια των κατοίκων. Φυσικά, αν μπορούσε να επισκεφτεί ξανά την Μαγιόρκα στις μέρες μας, θ’ ανακαλούσε σχεδόν ολόκληρο το πόνημά της –εκτός μάλλον από τα φυσιολατρικά χωρία...

Πιθανόν βέβαια, όποιος σπεύσει να την κακοχαρακτηρίσει, να σταθεί περισσότερο επιεικής μαθαίνοντας ότι το «Ένας χειμώνας στη Μαγιόρκα» ανήκει στην πρώτη περίοδο της δημιουργίας της, όταν ακόμη άγεται και φέρεται από τα πάθη τα οποία μετεγγράφει στα βιβλία. Η πρώτη έκδοση εμφανίζεται το 1842, δηλαδή τρία χρόνια μετά το ταξίδι του 1838-39, και μάλιστα με αφορμή κάποιο άλλο βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει με παρόμοιο θέμα. Δηλαδή, η Σάνδη, δε θέλει να θυμάται, κι αυτά που θυμάται δεν της είναι ευχάριστα -γι΄αυτό ίσως αφηγείται με τόσες λεπτομέρειες τα της νήσου, ενώ αφήνει στο σκοτάδι οτιδήποτε σχετικό με τον «άρρωστό τους» (ο οποίος πεθαίνει λίγα χρόνια αργότερα, το 1849).

Αργότερα, θα στραφεί στο κοινωνικό μοντέλο, ενώ στο τέλος της ζωής της θα καταλήξει μία αγαθοεργός κυρία για όλους τους απλούς ανθρώπους της αγροικίας της και της γύρω περιοχής, που θα την βλέπουν σχεδόν σαν αγία.

Ο Σοπέν στάθηκε πιο «τυχερός» μέσα στην ατυχία του, διότι τα πρελούδια που συνέθεσε στο νησί, -τα οποία ουδόλως αναφέρει η Σάνδη στο βιβλίο της- και σήμερα μ’ έναν απλοϊκό συνειρμό αποκαλούνται «μαργαριτάρια της Μαγιόρκα», δεν αφήνουν να διαφανεί το παραμικρό από όσα διεκτραγωδεί η σύντροφός του. Είναι απλώς στυλ Σοπέν. Αυτό φυσικά αποτελεί και το συγκριτικό πλεονέκτημα μίας σελίδας παρτιτούρας σε σχέση με μία σελίδα βιβλίου. Έτσι, τα μαγιορκίνικα πρελούδια δε θίγουν τους ντόπιους, δυστυχώς όμως, δεν είναι το ίδιο διαδεδομένα στις προθήκες των καταστημάτων τους όσο το «Ένας χειμώνας». Πιθανώς επειδή η μελαγχολία δεν ταιριάζει στο συγκεκριμένο τοπίο. Το μόνο που παρεχώρησαν στον Σοπέν, είναι ένα πεζοδρομημένο πέρασμα –το οποίο καταχρηστικά αποκαλείται «πλατεία»- με τ’ όνομά του στο ιστορικό κέντρο της Πάλμα, και μία συμβατική πλην όχι ιδιαίτερα επιτυχημένη προτομή.

Ποιος ξέρει τι περίμενε να βρει στο νησί η Ωρόρ Ντυπέν-Γεωργία Σάνδη, κι εκείνος ο ταλαίπωρος την ακολούθησε. Δεν καταλάβαινε ότι ο χειμώνας είναι χειμώνας παντού. Ή μάλλον, αυτό που νόμιζε πως έψαχνε, το λέει η ίδια στην αρχή του βιβλίου:

«Όσο για μένα, ξεκίνησα για να ικανοποιήσω μία ανάγκη ανάπαυσης που ένιωθα ιδιαίτερα εκείνη την εποχή. Καθώς ο χρόνος λείπει για όλα τα πράγματα για όσα είμαστε φτιαγμένοι, φαντάστηκα άλλη μια φορά ότι, ψάχνοντας καλά, θα έβρισκα κάποιο αναχωρητήριο ήσυχο, απομονωμένο, όπου δεν θα είχα ούτε επιστολές να γράψω, ούτε εφημερίδες να διατρέξω, ούτε επισκέψεις να δεχτώ∙ όπου θα μπορούσα να μην αποχωρίζομαι ποτέ τη ρόμπα μου, όπου οι μέρες θα είχαν δώδεκα ώρες, όπου θα μπορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ όλα τα καθήκοντα της εγκόσμιας συμπεριφοράς, να ξεκόψω από την πνευματική κίνηση που μας καταδυναστεύει όλους στη Γαλλία και ν’ αφιερώσω ένα ή δύο χρόνια στο να μελετήσω λιγάκι ιστορία και να μάθω τη γλώσσα μου συστηματικά από την αρχή μαζί με τα παιδιά μου.

Υπάρχει κανείς ανάμεσά μας που δεν έκανε αυτό το εγωϊστικό όνειρο, να αφήσει μία ωραία πρωία τις δουλειές του, τις συνήθειές του, τις γνωριμίες του, μέχρι και τους φίλους του, για να πάει σε κάποιο μαγικό νησί, να ζήσει δίχως έγνοιες, δίχως βάσανα, δίχως υποχρεώσεις, και κυρίως, δίχως εφημερίδες;» (2)

Αργότερα, στην αφιέρωση της έκδοσης του 1855, η Σάνδη γίνεται ακόμη πιο ειλικρινής:
«Δεν είναι τόσο το να ταξιδέψει κανείς, όσο το να φύγει: ποιος είναι εκείνος ανάμεσά μας που δεν έχει κάποιον πόνο να σκορπίσει ή κάποιον ζυγό ν’ αποτινάξει;»

Ωστόσο, μερικοί τουρίστες εξακολουθούν ακόμη ν’ αναζητούν το μοναστήρι της Βαλντεμόσα που προσέφερε το τελευταίο μαγιορκίνικο κατάλυμα στην «επαναστάτρια συγγραφέα» και τον «ρομαντικό συνθέτη». Τα τελευταία χρόνια βέβαια, η Βαλντεμόσα ξανάγινε δημοφιλής στους αυτόχθονες, τους μετοίκους και τους επισκέπτες, λόγω του ενδιαιτήματος που απέκτησε εκεί ζεύγος κινηματογραφικών αστέρων διεθνούς εμβελείας. Αυτούς μάλιστα, οι ντόπιοι τους περιβάλλουν με συμπάθεια, εφόσον τόνωσαν την τουριστική κίνηση (πράγμα διόλου αμελητέο για ένα παλιό θέρετρο της Μεσογείου, με τόση υπερπροσφορά τροπικών παραδείσων στις μέρες μας), προσήλκυσαν περαιτέρω διάσημους στο νησί και του προσέδωσαν, -μαζί με τους εστεμμένους- καινούρια αίγλη, ώστε ν’αντισταθμίζονται τα πλήθη των άξεστων βορείων μετοίκων... Η συμπάθεια δείχνει να είναι αμοιβαία, εφόσον οι αστέρες εμφανίζονται –αφιλοκερδώς, ή έναντι συμβολικής αμοιβής- στα εξώφυλλα των τουριστικών ενημερωτικών εντύπων του νησιού. Τα πράγματα αλλάζουν και η ζωή συνεχίζεται. Στον ουρανό της Μαγιόρκα τα αεροπλάνα περνούν με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ ό,τι τα λεωφορεία στους δρόμους της.

Κλείνει το βιβλίο.
Όντως ο χειμώνας είναι δύσκολος στην Μαγιόρκα –τουλάχιστον όσο και οπουδήποτε αλλού. Θυμάται όμως και τις όμορφες στιγμές∙ όταν μέχρι τον Νοέμβριο μπορούσε να κολυμπάει κάτω ακριβώς από το σπίτι τους στο Σαντ Αγκουστί, όταν άκουσαν την Συμφωνική Ορχήστρα των Βαλεαρίδων Νήσων σ’ ένα αφιέρωμα για τα 200 χρόνια από τον θάνατο του Μποκερίνι, όταν πήγαιναν στις πυρομαχίες, την παρέλαση των Γιγάντων, τα πυροτεχνήματα και τις υπαίθριες συναυλίες για τη γιορτή του Σαντ Σεμπαστιά... Και προπαντώς, εκείνες τις ώρες του απομεσήμερου στο μπαλκόνι, μπροστά από τη Μεσόγειο, που ήταν ό,τι κοντινότερο υπήρχε στον παράδεισο...

1. Georges Sand, Un hiver à Majorque, Ingrama Editorial, 1997, Majorca, España, σ.42

2. οπ.